ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το χρήμα φεύγει από την Ελλάδα

23:07 - 27 Οκτ 2006 | Οικονομία
Η σοβαρή επιδείνωση που παρουσίασε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τον περασμένο Αύγουστο, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ κατέγραψε έλλειμμα της τάξης των 138 εκατ. ευρώ καταδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο την φθίνουσα πορεία που ακολουθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Μίας οικονομίας, η οποία φαίνεται να «πληρεί» όλα εκείνα τα κριτήρια που συνθέτουν το προφίλ μιας παραπαίουσας οικονομικής κατάστασης καθώς, ζει στην κυριολεξία με δανεικά μετά την υπερχρέωση που παρατηρείται σε νοικοκυριά και κράτος, «αιμορραγεί» στο εμπορικό της ιζοσύγιο, ζητώντας συνεχώς «μετάγγιση» κεφαλαίων από το εξωτερικό, ενώ περιμένει «πως και πως» το φάρμακο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για να «ανακουφιστεί» από το χρόνιο πρόβλημα της.

Μάλιστα, την «ζοφερή» αυτή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, ανέδειξε πρόσφατα και οι διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας κ. Ν. Γκαργκάνας μέσα από την ενδιάμεση έκθεση για την νομισματική πολιτική και ο οποίος εξέφρασε την ανησυχία του για τη μεγάλη αύξηση που σημείωσε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σημειώνοντας ότι στο μεγαλύτερο βαθμό της αυτή οφείλεται στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου, αλλά και σε άλλους παράγοντες.

Επιπλέον ο κ. Γκαργκάνας, προέβλεψε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αναμένεται φέτος να προσεγγίσει τα επίπεδα του 11% του ΑΕΠ (μη αναθεωρημένο) από 7,8% του ΑΕΠ που διαμορφώθηκε το 2005 και το οποίο σε απόλυτα νούμερα μεταφράζεται σε 21,5 δις. ευρώ.

Πρόκειται για ένα άκρως εντυπωσιακό νούμερο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι το 2000 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έκλεισε στην «περιοχή» των 6,5 δις. ευρώ. Δηλαδή το έλλειμμα μέσα σε μια εξαετία υπερ-τριπλασιάστηκε!

Βάσει αυτών των στοιχείων πως μπορεί λοιπόν μία κυβέρνηση να δηλώνει ικανοποιημένη από την πορεία της οικονομίας όταν η τελευταία εξακολουθεί να μη «μαγνητίζει» τους ξένους επενδυτές λόγω των διαρθρωτικών της αδυναμιών ενώ παράλληλα έχει μία συνεχή «διαρροή» κεφαλαίων προς το εξωτερικό.

Παρόλα αυτά ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφης βλέποντας το θετικό πρόσημο στο οποίο πέρασε στο φετινό οκτάμηνο το ισοζύγιο των επενδύσεων και το οποίο κατέδειξαν τα στοιχεία της ΤτΕ, «ευλόγησε» με τον καλύτερο τρόπο την εισροή των ξένων αυτών κεφαλαίων.

Στην ουσία όμως η αύξηση που σημείωσαν οι άμεσες ξένες επενδύσεις και δη κατά 305% φθάνοντας έτσι τα 3,569 δισ. ευρώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά από εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων (298 εκατ. για την εξαγορά της Q-TELECOM, 114 εκατ. για τη συμμετοχή της «SARA LEE» στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της, 392 εκατ. για την εξαγορά της Marfin από την Dubai και 255 εκατ. για την εξαγορά της Alpha Aσφαλιστικής από την AXA).

Την ίδια περίοδο οι εκροές κεφαλαίων για επενδύσεις στο εξωτερικό έφτασαν τα 2,75 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,15 δισ. ευρώ αφορούσαν την εξαγορά της Finansbank από την Eθνική Tράπεζα.

Βέβαια την «φυγή» των κεφαλαίων στο εξωτερικό αποτυπώνουν καλύτερα τα συγκεντρωτικά στοιχεία του περασμένου έτους, καθώς σύμφωνα με την ΤτΕ το

2005 οι άμεσες επενδύσεις εμφάνισαν καθαρή εκροή ύψους 979 εκατ. ευρώ, έναντι 600 εκατ. ευρώ που ήταν η καθαρή εισροή κεφαλαίων το 2004 .

Εξέλιξη η οποία οφείλεται κυρίως στην καθαρή εκροή κεφαλαίων ύψους 767 εκατ. ευρώ για άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό από κατοίκους και δευτερευόντως στην καθαρή εκροή κεφαλαίων ύψους 212 εκατ. ευρώ που εμφάνισαν οι επενδύσεις στην Ελλάδα από μη κατοίκους.

Το γεγονός, όμως ότι η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της «λίστας» προτίμησης των ξένων επενδυτών έχει να κάνει με πολλούς λόγους.

Ένας από αυτούς είναι και η φορολογία. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές που εξακολουθεί να διατηρεί η Ελλάδα (31%) αποτελούν ένα μόνιμο αντικίνητρο για την προσέλκυση επιχειρηματικών κεφαλαίων στην χώρας μας και μάλιστα την ίδια στιγμή που στην Κύπρο ο συντελεστής φορολογίας είναι 10% και στο Dubai μηδενικός.

Οπότε ποια χώρα θα επιλέξει ένας επενδυτής για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, αποτελεί ρητορικό ερώτημα, ενώ ίδιας φύσεως ερώτημα είναι και το γιατί αυτοί οι λεγόμενοι «φορολογικοί παράδεισοι» τείνουν από περιφερειακά χρηματοοικονομικά κέντρα να γίνουν βασικά αντικαθιστώντας άλλα παραδοσιακά ( Λονδίνο, Ζυρίχη κλπ.) επιφέροντας έτσι μείωση στη συναλλακτική δραστηριότητα των

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.