ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Alpha Bank:Η μείωση ΦΠΑ δεν αρκεί για τόνωση της οικονομίας

10:55 - 14 Μαϊ 2019 | Οικονομία
Alpha Bank:Η μείωση ΦΠΑ δεν αρκεί για τόνωση της οικονομίας
Η επιστροφή της οικονομίας σε έναν υψηλό και διατηρήσιμο ρυθμό ανάπτυξης προϋποθέτει, εκτός των άλλων και την ενίσχυση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ώστε να επανέλθουν οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στο προ κρίσης επίπεδό τους, αναφέρει στο «ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΔΕΛΤΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ» η Alpha Bank.

Μείωση ΦΠΑ αλλά... με περιορισμό φορολογίας εταιριών και ασφαλιστικών εισφορών

Η μείωση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στην εστίαση και την ενέργεια που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μεταξύ των μέτρων άμεσης εφαρμογής, συνιστά ένα πρώτο βήμα τόνωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς η ελάττωση της έμμεσης φορολογίας στα προϊόντα των συγκεκριμένων κλάδων, μπορεί να ανακουφίσει σημαντικά τα νοικοκυριά και να ενδυναμώσει τη ζήτηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η αναζωπύρωση της επενδυτικής δαπάνης και η δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης προϋποθέτει ανάμεσα στα άλλα και τον περιορισμό της φορολογίας των εταιρικών κερδών, καθώς και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, έτσι ώστε να συμπιεσθεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά για την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων.  

Συρρίκνωση της επενδυτικής δαπάνης 

Η επενδυτική δαπάνη κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης έχει συρρικνωθεί σημαντικά, φθάνοντας κατά μέσο όρο στο 12,4% του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2018, από 24% κατά την περίοδο 2003-2007. Οι επενδύσεις σε κατοικίες έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες επενδύσεων και αποτελούν τον κύριο παράγοντα της μείωσης των συνολικών επενδύσεων. Αν και κατά τη διετία 2016-2017 οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα ανέκαμψαν ελαφρώς, το 2018 μειώθηκαν κατά 12%, κυρίως λόγω της υποεκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για την επίτευξη των υψηλών δημοσιονομικών στόχων. Θετική εξέλιξη, ωστόσο, αποτελεί η άνοδος της επενδυτικής δαπάνης για κατοικίες το 2018, για πρώτη φορά από το 2007 (+17,2%). Επιπλέον, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, εκτιμάται ότι το 2019 οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα θα ανακάμψουν, με ετήσιο ρυθμό μεταβολής +10,1%.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μείωση των επενδύσεων συνοδεύεται, όπως είναι αναμενόμενο, από την αποδυνάμωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και της εργασίας (total factor productivity), η οποία, ωστόσο, φαίνεται ότι ανακάμπτει σταδιακά τα τελευταία δύο χρόνια (2017: +1, 2018: +1,4 μονάδες αντίστοιχα).

Ένα φιλικότερο περιβάλλον για επιχειρήσεις «κλειδί» για τις επενδύσεις

Σε προηγούμενο Εβδομαδιαίο Δελτίο της Τράπεζας (βλ. 11/4/2019) είχε εκτιμηθεί ότι το επενδυτικό έλλειμμα που συσωρεύθηκε κατά τη διάρκεια της ύφεσης προσεγγίζει τα 77 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο απαιτεί πολλαπλές πηγές χρηματοδότησης για να καλυφθεί, όπως είχε επισημανθεί, καθώς και την ενεργοποίηση επενδύσεων από κλάδους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το βασικό όχημα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμος ο ρόλος ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και αποτελεσματικότερων θεσμών διακυβέρνησης, προκειμένου να τονωθούν οι ζωτικής σημασίας επενδύσεις για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Άλλωστε, η πτώση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν αντανακλά μόνο την επίδραση του οικονομικού κύκλου, αλλά και τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και ποικίλους διαρθωτικούς παράγοντες, όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο και οι συνθήκες στο «επιχειρείν». Η δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος που διευκολύνει την επιχειρηματικότητα μέσα από τις κατάλληλες φορολογικές και θεσμικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για: (α) την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων, (β) την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μέσα από τη δημιουργία νέων και την επέκταση των υπαρχουσών επιχειρήσεων, (γ) τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης από το εξωτερικό (brain regain) και κατ’ επέκταση (δ) την ενδυνάμωση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.

Η ανάγκη εξωστρέφειας μέσα στην κρίση

Η περίοδος της ύφεσης στην Ελλάδα κατέδειξε την ανάγκη μετασχηματισμού του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, το οποίο πριν την κρίση στηριζόταν εν πολλοίς στην εγχώρια κατανάλωση και τις εισαγωγές. Η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ανέδειξε την ανάγκη βελτίωσης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Σχετικές έρευνες, άλλωστε, τονίζουν τη σημασία της δημιουργίας ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις επενδύσεις.

Σύμφωνα με την πρόσφατη ετήσια Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επιχειρηματική δραστηριότητα (Doing Business 2019) η Ελλάδα, με βάση το γενικό δείκτη «ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητος», κατετάγη το 2018 στην 72η θέση μεταξύ 190 χωρών. Παρά την υποχώρηση κατά 5 θέσεις σε σύγκριση με το 2017, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε σχέση με το 2010 είναι αξιοσημείωτη, καθώς η χώρα ανήλθε από τότε κατά 37 θέσεις (2010: 109η θέση σε σύνολο 183 χωρών). Η σημαντική αυτή πρόοδος αποδίδεται στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, οι οποίες σε συνδυασμό με τη συμπίεση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος - μέσω της πολιτικής «εσωτερικής υποτίμησης» - συνέβαλαν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Επιπροσθέτως, το επιχειρηματικό περιβάλλον ενισχύθηκε μέσα από σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν για τη μείωση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, τον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών για την έναρξη μιας επιχείρησης και τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων.

Σύνδεση Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων και Ανταγωνιστικότητας

Από τους επιμέρους δείκτες της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την Ελλάδα, οι περισσότεροι βρίσκονται σημαντικά υψηλότερα το 2018 σε σχέση με το 2010, ενώ τέσσερις εξ’ αυτών έχουν προσεγγίσει το μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ.

Πιο συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη βελτίωση καταγράφεται στην «ευκολία έναρξης επιχείρησης», με τη χώρα να κατατάσσεται στην 44η θέση το 2018, από την 149η το 2010 ενώ η επίδοσή της  (92,4 μονάδες) υπερβαίνει οριακά το μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ (91,2 μονάδες). Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν  είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους έναρξης μιας νέας επιχείρησης, ενώ οι διαδικασίες εγγραφής νέων εταιρειών έχουν απλοποιηθεί και ψηφιοποιηθεί. Ως αποτέλεσμα, το 2018 τα στάδια για την έναρξη μιας επιχείρησης περιορίστηκαν στα 4 (από 15 το 2010), ενώ ο χρόνος για την έναρξη μιας επιχείρησης μειώθηκε στις 12,5 ημέρες (από 19 το 2010), με το ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο να είναι μηδενικό.

Στους επιμέρους δείκτες για τις «διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές» (2018:31η θέση - 2010:84η θέση), την «προστασία επενδυτών μειοψηφίας» (2018:51η θέση - 2010:154η θέση) και την «έκδοση οικοδομικών αδειών» (2018:39η θέση - 2010:51η θέση), η Ελλάδα έχει επίσης προσεγγίσει τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 2018, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη άνοδο σε σχέση με το 2010.

Αντίθετα, στους δείκτες που αφορούν στο φορολογικό σύστημα, την πτωχευτική διαδικασία, την εφαρμογή συμβάσεων, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και την καταχώρηση ακίνητης περιουσίας, η χώρα κατατάσσεται χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Η σταδιακή μείωση ωστόσο των φορολογικών συντελεστών στην εστίαση και την ενέργεια αναμένεται να βελτιώσει το 2019 το σχετικό δείκτη της έρευνας Doing Business, ενώ η επιτάχυνση της ένταξης των ακινήτων στο κτηματολόγιο αναμένεται να διευκολύνει σημαντικά τις επενδυτικές αποφάσεις. Τέλος, το διεθνές επενδυτικό κοινό δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο δείκτη «εφαρμογή συμβάσεων», ο οποίος μετράει το χρόνο και το κόστος επίλυσης μιας υπόθεσης πρώτου βαθμού, αξιολογώντας την αποτελεσματικότητα της επίλυσης διενέξεων. Στο συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα κατατάχθηκε χαμηλά το 2018, στην 132η θέση (2010: 88η θέση), με επίδοση σημαντικά κατώτερη (50 μονάδες) του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (68 μονάδες). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο χρόνος διεκπεραίωσης μιας δικαστικής υπόθεσης έχει σχεδόν διπλασιαστεί το 2018 σε σχέση με το 2010, φθάνοντας στις 1.580 ημέρες, επίπεδο πολύ υψηλότερο έναντι του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μακριά από ένα αποτελεσματικό, ευέλικτο και αυτοματοποιημένο δικαστικό σύστημα, το οποίο βοηθάει πολλαπλώς στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Προκειμένου να βελτιωθεί όμως η αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης απαραίτητες προϋποθέσεις είναι: (α) η αύξηση υλικών πόρων και η αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού, (β) η περαιτέρω ενίσχυση του σκέλους των εξωδικαστικών συμβιβασμών και (γ) η απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου και ο περιορισμός της πολυνομίας.

Η σημασία Θεσμών και Διαρθρωτικής Ανταγωνιστικότητας

Η ποιότητα των θεσμών και η προσήλωση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια αποτελούν κρίσιμους προσδιοριστικούς παράγοντες της δυνατότητας της οικονομίας να απορροφά τις διαταραχές του οικονομικού κύκλου. 

Σύμφωνα με το Δείκτη Διαρθρωτική Ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum - Global Competitiveness Report 2018), η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα στην κατάταξη διαρθωτικής ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της ΕΕ και στην 57η θέση (από 140 χώρες) σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως προς τους επιμέρους δείκτες, η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σημαντικά στο θεσμικό πλαίσιο (επίδοση 50/100 μονάδες, 87η θέση παγκοσμίως), την επιχειρηματική δυναμική (58/100 μονάδες, 72η θέση) και σε θέματα αγοράς εργασίας (52/100, 107η θέση).

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.