ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«Ασίστ» της DBRS στη Moodys για την επενδυτική βαθμίδα

21:55 - 10 Μαρ 2024 | Οικονομία
«Ασίστ» της DBRS στη Moodys για την επενδυτική βαθμίδα
Η DBRS επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Ελλάδας εντός της επενδυτικής βαθμίδας και πλέον το λόγο παίρνει η Moodys, που ακόμα δεν έχει πειστεί πως η ελληνική οικονομία αξίζει να βρίσκεται σε αυτό το σκαλοπάτι.

Για την DBRS, η Ελλάδα έχει πια επάξια λάβει την επενδυτική βαθμίδα και περιγράφει το πλαίσιο για νέες αναβαθμίσεις, λίγες ημέρες πριν... αποφανθεί για τη χώρα μας η "αυστηρή" Moodys.

Όπως σημειώνει, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και (2) διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους.

Στους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιθανή υποβάθμιση ο οίκος περιλαμάνει τους ακόλουθους: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα έθετα τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και (3) ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ανθεκτικότητα και δημοσιονομική πειθαρχία

Αιτιολογώντας την αξιολόγησή του ο οίκος επικαλείται την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Συγκεκριμένα όπως αναφέρει ,οι οικονομικές επιδόσεις μετά την πανδημία ήταν αξιοσημείωτες στην Ελλάδα. Η οικονομική δραστηριότητα της χώρας υπερβαίνει τις επιδόσεις του μέσου όρου της ευρωζώνης από το 2021. Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί στο μέλλον. Μετά από μια ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η απόδοση του ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι μετριάστηκε στο 2,0% πέρυσι, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο 0,6% της ευρωζώνης. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ενώ οι ισχυρές πλημμύρες του περασμένου έτους είχαν σημαντικό αντίκτυπο σε γεωργικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο συνολικός αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε λόγω της μικρής συνεισφοράς της περιοχής στο ΑΕΠ και των δημόσιων πόρων που διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση. Φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) αναμένει ανάπτυξη 2,3%, με περαιτέρω πρόοδο στην εφαρμογή του Greece 2.0.

Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί σε ένα εκτιμώμενο 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019. Επιπλέον, το απόθεμα κεφαλαίου που μειώνονταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δάνεια 7,29 δισ. ευρώ ενώ το συνολικό κονδύλι είναι σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανότατα θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

Πλεονάσματα

Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, μετά την επιδείνωση λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς. Αφού κορυφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα εκτιμάται τώρα ότι έχει μειωθεί στο 2,1% το 2023.

Αυτό αντανακλά όχι μόνο τον αντίκτυπο του πληθωρισμού, αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τα οποία οδηγούν τη δημοσιονομική υπεραπόδοση. Το πρωτογενές ισοζύγιο επέστρεψε σε πλεόνασμα το 2022 (0,1% του ΑΕΠ) και προβλέπεται ότι έχει αυξηθεί στο 1,1% του ΑΕΠ πέρυσι.

Αυτή η βελτίωση έρχεται παρά το δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες. Το 2023, η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών των φυσικών καταστροφών καθώς και μέτρα για τη βελτίωση της ετοιμότητάς της σε τέτοια γεγονότα. Η κυβέρνηση υπέβαλε συμπληρωματικό προϋπολογισμό 600 εκατ. ευρώ (0,3% του ΑΕΠ) με πακέτο που περιλάμβανε έκτακτη βοήθεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επλήγησαν από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες και βοήθεια για επισκευές, συντήρηση και βελτιώσεις υποδομών.

Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ φέτος, βελτίωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα από το 2023, η οποία οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων ενεργειακής στήριξης και στις εφάπαξ αυξήσεις των δαπανών που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές το 2023. Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, ανανεωμένη πίεση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης καθώς και ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα. 

Υψηλό χρέος αλλά με ευνοϊκή δομή

Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, χάρη στην αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.

Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,3% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει σε περίπου 160,3% το 2023. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προέβλεψε ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνέχιζε την πτωτική του τάση, πέφτοντας στο 153% του ΑΕΠ. και αυτό σημαίνει πτώση 54 ποσοστιαίων μονάδων σε τέσσερα χρόνια.

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με το 10ετές spread έναντι στα γερμανικά ομόλογα περίπου στις 100 μονάδες βάσης. Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες.

Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps. Επιπλέον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ μεγάλη, ελαφρώς κάτω από τα 20 έτη στο τέλος του 2023, και περισσότερο από το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς.

Δεύτερον, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατάφερε να υπερ-αντισταθμίσει προσωρινά το χαρτοφυλάκιό του χρέους, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης του κόστους από τους τόκους. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%.

Ο λόγος στη Moodys
 
Όλα τα παραπάνω ασφαλώς τα "διαβάζει" και o αμερικανικός οίκος Moodys που είναι και ο μόνος που δεν έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα.
 
Στις 15 Μαρτίου παίρνει το λόγο και η χώρα μας ελπίζει πως θα πάρει την αναβάθμιση. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε θα υπάρξει αναμονή μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου 2024.
Κατά τα λοιπά μέσα στο χρόνο δεν αναμένονται εκπλήξεις, αλλά σίγουρα η Ελλάδα θέλει να διατηρήσει την εικόνα της υπεύθυνης δημοσιονομικής διαχείρισης ώστε να διατηρήσει ή ακόμα και να βελτιώσει το status της.

Αναλυτικά οι επόμενες αξιολογήσεις για την Ελλάδα

Scope: 12 Ιουλίου 2024 και 6 Δεκεμβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB-
DBRS: 6 Σεπτεμβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB Low
Moody’s: 15 Μαρτίου 2024 και 13 Σεπτεμβρίου 2024 – Βαθμολογία Ba1
Standard and Poor’s: 19 Απριλίου 2024 και 18 Οκτωβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB-
Fitch: 31 Μαΐου 2024 και 22 Νοεμβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB-.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.