ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Στουρνάρας για Πειραιώς: Αναγκαία η μείωση ποσοστού του ΤΧΣ

11:59 - 01 Απρ 2021 | Οικονομία
Στουρνάρας για Πειραιώς: Αναγκαία η μείωση ποσοστού του ΤΧΣ
Η ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία μιας διαδικασίας αποκατάστασης ορισμένων αδυναμιών στα μεγέθη του ιδρύματος, τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στη Βουλή.

Ο διοικητής της ΤτΕ μίλησε στη Βουλή με θέμα την «Πορεία του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Αυξήσεις Κεφαλαίου των Τραπεζών από το 2010 μέχρι σήμερα. Προκλήσεις και Προοπτικές»

Όπως σημείωσε ο επικεφαλής της ΤτΕ, «η αύξηση κεφαλαίου έρχεται ως συνέχεια προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας (Νοέμβριος 2020) να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να ακυρώσει την πληρωμή του τοκομεριδίου του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου (CoCo), ουσιαστικά μετατρέποντας το σύνολο των ομολογιών ονομαστικής αξίας €2,040 εκατ. σε κοινές μετοχές και αυξάνοντας το ποσοστό του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Πειραιώς σε 61% από 26%».

Οι εποπτικές αρχές έχουν συναινέσει απολύτως στην απόφαση αυτή, τόνισε και χαρακτήρισε την εξέλιξη ως «ιδιαιτέρως θετική από εποπτική σκοπιά, επειδή ενισχύει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως (λόγω της μη καταβολής τοκομεριδίου) και αποκαθιστά τις συνθήκες πρόσβασης της τράπεζας στις αγορές κεφαλαίου.

Παράλληλα υποστήριξε ότι «ιδιαιτέρως θετική» εκτιμάται ότι είναι και η απόφαση περιορισμού του ποσοστού του ΤΧΣ σε μειοψηφικό ποσοστό (non-blocking minority) καθώς μόνο με αυτή τη συνθήκη εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί η στήριξη της τράπεζας με ιδιωτικά κεφάλαια σε διατηρήσιμη βάση.

Ο κ. Στουρνάρας ακόμα μίλησε για:

  1. Σημερινές προκλήσεις για το Ελληνικό Τραπεζικό σύστημα

Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, το ξέσπασμα της πανδημίας το Μάρτιο του 2020 βρήκε τις ελληνικές τράπεζες σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση, έχοντας επιδείξει σημαντική βελτίωση σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά:

  • Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδα άνω του ελάχιστου ορίου, προχωρώντας και σε εκδόσεις τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
  • Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου καταγράφηκαν τα υψηλότερα μεγέθη, έχει επιτευχθεί μείωση κατά 56% στο συνολικό ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Σημαντική ήταν η μείωση στο καταναλωτικό (61%) αλλά και στο επιχειρηματικό (56%) χαρτοφυλάκιο, ενώ μετά τις πρόσφατες τιτλοποιήσεις βελτιώθηκε και η επίδοση στο στεγαστικό (μείωση 52%).
  • Τα επίπεδα ρευστότητας βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις έχουν ανακάμψει κατά €43 δις (+33%) από το ιστορικά χαμηλό (€129,0 δις) του Ιουλίου του 2015 με τις τράπεζες να μηδενίζουν την εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA) και να πληρούν τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη ρευστότητας

Ταυτόχρονα όμως παρουσίαζαν ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, με την εικόνα αυτή να μην μεταβάλλεται  κατά το υπόλοιπο του προηγούμενου έτους. Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2020:

  • Τα ΜΕΔ ανέρχονται σε σχεδόν 47 δις ευρώ σε ατομική και 58 δις σε ενοποιημένη βάση, με τους δείκτες ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων να διαμορφώνονται σε 30,22% και 32,9% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος για τα πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε. για την ίδια περίοδο είναι μόλις 2,6%.
  • Το ποσοστό κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις είναι 44%, και βρίσκεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά αρκετά χαμηλότερα από χώρες όπου εμφανίζουν υψηλούς δείκτες ΜΕΔ, όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, κ.α.
  • Ο μέσος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 16,6%, περίπου 3 μονάδες κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την απόσταση να διευρύνεται άλλες δύο μονάδες περίπου, εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίπτωση από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ9).
    • Παράλληλα, παραμένει άλυτο και μάλιστα επιδεινώνεται το σημαντικό πρόβλημα της διάρθρωσης των εποπτικών κεφαλαίων, μεγάλο μέρος των οποίων είναι με τη μορφή της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTCs),
  • Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δις σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL: προσοχή: αυτό το μέγεθος δεν αφορά σε εποπτικές κεφαλαιακές ανάγκες), το οποίο  υποχρεούνται όμως να καλύψουν σε αρκετά μεγάλο διάστημα, δηλαδή εντός των επόμενων 4-5 ετών.
  • Τέλος, πρέπει να σημειωθεί η διαρκώς αυξανόμενη έμμεση εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Ελληνικό Δημόσιο (bank sovereign nexus), σε συνέχεια της επέκτασης των εγγυήσεων του προγράμματος Ηρακλής καθώς και του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογίας στο ενεργητικό των τραπεζών.

Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σειρά από προκλήσεις οι οποίες  είναι κοινές και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης. Ενδεικτικά, θα ήθελα να αναφέρω:

  • Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων (low interest rate environment) που σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα κόστους επηρεάζει την κερδοφορία και τη δυνατότητα δημιουργίας κεφαλαίων. Για τις ελληνικές τράπεζες, αρνητικά επιδρά επίσης και το υψηλό κόστος πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή οι αναγκαίες δαπάνες για το σχηματισμό προβλέψεων.
  • Τον ολοένα αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη-τράπεζες και από τα λεγόμενα BigTechs, καθώς και τις επιπτώσεις στη λειτουργία και το επιχειρηματικό μοντέλο των τραπεζών από την ψηφιακή καινοτομία (digital innovation).
  • Προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση (Banking Union) στην ευρωζώνη, σημαντικά κομμάτια της οποίας -όπως το Ενιαίο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων- απουσιάζουν.
  • Λοιπές προκλήσεις, όπως η επίπτωση από την κλιματική αλλαγή, από γεω-πολιτικές εξελίξεις, από αυξανόμενο αριθμό κυβερνοεπιθέσεων (cyber-attacks), κλπ.

Σε αυτό το περιβάλλον λειτουργίας, η πανδημία του Covid-19 διατάραξε την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα παγκοσμίως, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά: επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτος και τράπεζες.

Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, αυτή τη φορά η αντίδραση από τις δημοσιονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές ήταν άμεση και συντονισμένη. Συγκεκριμένα:

  • Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε σειρά μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, τα οποία απέτρεψαν τη δημιουργία συνθηκών έλλειψης ρευστότητας στην αγορά. Ειδικά για την Ελλάδα, η συμπερίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme - PEPP) της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις παροχής ρευστότητας του Ευρωσυστήματος, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων και στην περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
  • Όλες οι κυβερνήσεις στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, έλαβαν μια σειρά μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής και πολιτικής για την αγορά εργασίας, με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης. Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και η ύφεση οδήγησαν μεν σε απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα για το 2020 (και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ), απέτρεψαν όμως τη μαζική κατάρρευση επιχειρήσεων και νοικοκυριών που πλήττονται από την πανδημία.
  • Οι εποπτικές αρχές στην ευρωζώνη και πρωτίστως ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM), έλαβαν μια σειρά από μέτρα με σημαντικότερο αυτό της παροχή ευελιξίας αναφορικά με τη χρήση από τις τράπεζες των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (capital buffers) ώστε να διατηρηθεί απρόσκοπτη η παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αλλά και να απορροφήσουν οι τράπεζες τις πρόσθετες ζημιές λόγω της πανδημίας. 
  • Τέλος, από το αρχικό στάδιο της κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν γενικευμένο καθεστώς αναβολής πληρωμής τόκων ή και χρεολυσίων (moratorium) δανείων που είναι συμβατό με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) για τους πιστούχους που επλήγησαν από την πανδημία. Η περίοδος εφαρμογής του, που αρχικά προβλεπόταν να είναι έως το Δεκέμβριο του 2020, έχει παραταθεί σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές της EBA, εντός όμως ενός ανώτατου ορίου των εννέα μηνών. Ειδικά για τα δάνεια σε καθεστώς moratorium θα ήθελα να παραθέσω ορισμένα μεγέθη:
    • Το μέγιστο ποσό των δανείων των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών που βρέθηκαν σε καθεστώς moratoria από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε ενοποιημένη βάση στα €27.6δις. Το Δεκέμβριο του 2020, το υπόλοιπο των δανείων αυτών ήταν περίπου €4 δις, καθώς η περίοδος αναστολής έληξε για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους και με πιο πρόσφατα στοιχεία Ιανουαρίου 2021 το ποσό μειώθηκε περαιτέρω κατά το ήμισυ.
    • Οι αναστολές πληρωμών αφορούσαν κατά βάση ενήμερα δάνεια [σε ποσοστό άνω του 80% κατά μέσο όρο] και στο μεγαλύτερο μέρος τους προς επιχειρήσεις [σε ποσοστό περίπου 55% κατά μέσο όρο], κυρίως προς μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αποτελούσαν δε, ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών ενήμερων δανείων των συστημικών τραπεζών [σχεδόν έφθασαν το 20% επί των ενήμερων δανείων κατά μέσο όρο].
    • Οι κλάδοι στους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως πέντε, με πρώτο αυτόν της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών.

Όλα τα παραπάνω μέτρα που ελήφθησαν (αλλά και συνεχίζουν έως σήμερα) από τις αρχές και τις τράπεζες ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα τόσο όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, όσο και τις κοινωνικές επιπτώσεις από την πανδημία. Βεβαίως, τα σημάδια από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είναι ακόμα πλήρως εμφανή στην πραγματική οικονομία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη και θα είναι ενδεχομένως πιο ορατά μετά την έξοδο από τα μέτρα στήριξης. Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα η επίπτωση αφορά κυρίως σε νέα ΜΕΔ καθώς και στην αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.

Είναι αναγκαίο στο σημείο αυτό να γίνει ειδική αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις που συνδέονται με την κεφαλαιακή ενίσχυση της Τράπεζας Πειραιώς. Συγκεκριμένα η τράπεζα έχει δημοσιοποιήσει την πρόθεση της ολοκλήρωσης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου εντός του τρέχοντος τριμήνου. Η κίνηση αυτή έρχεται σε συνέχεια προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας (Νοέμβριος 2020) να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να ακυρώσει την πληρωμή του τοκομεριδίου του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου (CoCo), ουσιαστικά μετατρέποντας το σύνολο των ομολογιών ονομαστικής αξίας €2,040 εκατ. σε  κοινές μετοχές και αυξάνοντας το ποσοστό του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Πειραιώς σε 61% από 26%. Οι εποπτικές αρχές έχουν συναινέσει απολύτως στην απόφαση αυτή.

Η εν λόγω εξέλιξη κρίνεται ως ιδιαιτέρως θετική από εποπτική σκοπιά, επειδή ενισχύει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως (λόγω της μη καταβολής τοκομεριδίου) και αποκαθιστά τις συνθήκες πρόσβασης της τράπεζας στις αγορές κεφαλαίου. Εξίσου ιδιαιτέρως θετική εκτιμάται ότι είναι και η απόφαση περιορισμού του ποσοστού του ΤΧΣ σε μειοψηφικό ποσοστό (non-blocking minority) καθώς μόνο με αυτή τη συνθήκη εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί η στήριξη της τράπεζας με ιδιωτικά κεφάλαια σε διατηρήσιμη βάση.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι η ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία μιας διαδικασίας αποκατάστασης ορισμένων αδυναμιών στα μεγέθη του ιδρύματος. Σημεία που έχουν επισημανθεί σε επιτόπιους εποπτικούς ελέγχους και τα οποία αντανακλούν σε ζητήματα ποιότητας ενεργητικού, πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις ανάκαμψης των αποτελεσμάτων της τράπεζας σε διατηρήσιμη βάση. Στο πλαίσιο αυτό η αύξηση κεφαλαίου που προγραμματίζει η Τράπεζα Πειραιώς είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου.

  1. Προσδιορισμός των Ωφελειών από τις Ανακεφαλαιοποιήσεις

Τα οφέλη από τις επιτυχείς φάσεις ολοκλήρωσης ανακεφαλαιοποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντικά και καλύπτουν τόσο το χρηματοπιστωτικό χώρο όσο και τον ευρύτερο οικονομικό:

  1. Εν μέσω πρωτόγνωρων συνθηκών συστημικής αστάθειες, κυρίως από πλευράς ζημιών και εκροών καταθέσεων, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν χωρίς να χαθεί ούτε ένα ευρώ από καταθέσεις. Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία για την ευρύτερη των πολιτών, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεως προς τις τράπεζες.
  2. Ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Ευρωσυστήματος και του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας για κεφαλαιακή επάρκεια και διατηρείται έτσι η πρόσβαση στη ρευστότητα του Ευρωσυστήματος
  3. Με τη διαμόρφωση υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας είναι δυνατή η σταδιακή επιστροφή των τραπεζών στις πανευρωπαϊκές αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
  4. Περιορίζεται η απομόχλευση των ισολογισμών των τραπεζών, με ορατές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας.

Οι κινήσεις αυτές έχουν διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες λειτουργίας και ανταγωνισμού στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, διότι:

  • Μειώθηκε ο αριθμός προβληματικών και μη ανταγωνιστικών τραπεζικών μονάδων, που διαχρονικά χαρακτηρίστηκαν από αδυναμίες στη διάρθρωση του ενεργητικού τους
  • Μειώθηκε ο αριθμός τραπεζικών μονάδων καθώς οι μακροχρόνιες τάσεις της τραπεζικής αγοράς υπέδειξαν ένα μέγεθος πολύ διαφορετικό από αυτό της προηγούμενης δεκαετίας
  • Διαμορφώθηκαν οικονομίες κλίμακας και σημαντικές συνέργειες με αποτέλεσμα την βελτίωση της αποδοτικότητας των τραπεζών

Μία άλλη κριτική είναι αυτή που υποστηρίζει ότι οι τράπεζες έχουν κατ’ επανάληψη ανακεφαλαιοποιηθεί (με χρήματα του δημοσίου) και παρ όλα αυτά δεν έχουν συμβάλει στην πιστωτική επέκταση και στις αναπτυξιακές προσπάθειες. Όμως τα πραγματικά στοιχεία υποδεικνύουν ένα διαφορετικό συμπέρασμα:

Ενώ συνήθως σε μια μεγάλη οικονομική κρίση συρρικνώνεται δραστικά ο ισολογισμός των τραπεζών, στην Ελλάδα δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα ενώ το σύνολο των καταθέσεων μειώθηκε κατά 48,4% από το 2009 έως το 2015, ποσοστό που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να επιφέρει ταχεία απομόχλευση του τραπεζικού κλάδου και περαιτέρω υφεσιακές συνθήκες, η ετήσια πιστωτική συρρίκνωση στην Ελλάδα ουδέποτε υπερέβη το 4%. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό εάν αναλογισθεί κανείς ότι στη διάρκεια αυτών των ετών μειώθηκε η έκθεση ξένων τραπεζών σε ελληνικές επιχειρήσεις, που με τη σειρά τους αναχρηματοδότησαν λήξεις δανείων μέσω ελληνικών τραπεζών.

Τέλος είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι ενέργειες και οι διαδικασίες αυτές δεν ήταν ούτε ανορθόδοξες ούτε μοναδικές στον ευρωπαϊκό χώρο. Το πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης ακολούθησε τους κανόνες ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς ζητήματα κρατικής ενίσχυσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο σχεδιασμός ενός μακροχρόνια βιώσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος, με σταδιακή απεξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας και με τη δημιουργία συνθηκών επαναλαμβανόμενης και υγιούς κερδοφορίας αποτέλεσε άμεση προτεραιότητα. Οι βασικοί άξονες δράσης εξακολουθούν να ισχύουν και αφορούν:

(α) τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας και την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου μέσω οργανικής κερδοφορίας,

(β) την απεμπλοκή από μη αμιγώς τραπεζικές εργασίες,

(γ) τον επανασχεδιασμό των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό,

(δ) την ενεργό διαχείριση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού, και

(ε) την μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως ποσοστό των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.

Με τον τρόπο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να επαναοριοθετήσουν τη στρατηγική τους και να αναδιαρθρώσουν τη δομή τους ώστε να συμβάλουν στην αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις προοπτικές που διανοίγονται με την ψηφιακή τεχνολογία και τη σημαντική ροή κεφαλαίων που αναμένεται από το Ευρωπαϊκό Μέσο Ανάπτυξης (NGEU).

Τελευταία τροποποίηση στις 12:18 - 01 Απρ 2021
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.