ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Προβλέψεις ΤτΕ: Ανάπτυξη άνω του 8% το 2021- Έλλειμμα 7,3% Κύριο

13:08 - 22 Δεκ 2021 | Οικονομία
Προβλέψεις ΤτΕ: Ανάπτυξη άνω του 8% το 2021- Έλλειμμα 7,3%
Η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν δυναμικά μετά την άρση των περιορισμών και την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, υποβοηθούμενες από την εξαιρετικά διευκολυντική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Ωστόσο, υπάρχουν και αγκάθια. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα της Ενδιάμεσης Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2021. Παρά τις αβεβαιότητες, πάντως, η ΤτΕ προβλέπει ανάπτυξη 8% το 2021, έλλειμμα 7,3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος σε 196% του ΑΕΠ. Θετικές και οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια.

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ-ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Δυναμική ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2021

Η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε με υψηλούς ρυθμούς στη διάρκεια του 2021, μετά τη σημαντική ύφεση που καταγράφηκε το 2020 (-9,0%) λόγω της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπισή της. Με την επανεκκίνηση της οικονομίας το πραγματικό ΑΕΠ σημείωσε ισχυρή άνοδο το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του 2021. Ως αποτέλεσμα, κατά το εννεάμηνο του 2021 το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 9,5% σε ετήσια βάση. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη δυναμική ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, που τροφοδοτήθηκε από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και την αποδέσμευση της αναβληθείσας κατανάλωσης, καθώς και στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, η αύξηση της επενδυτικής δαπάνης των επιχειρήσεων, αλλά και της δημόσιας κατανάλωσης, στήριξε την εγχώρια ζήτηση. Αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη είχε η αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Από την πλευρά της προσφοράς, αξιοσημείωτη ήταν η ανάκαμψη των υπηρεσιών (κυρίως λόγω του τουρισμού), αλλά και της βιομηχανίας και των κατασκευών.

Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους βελτιώθηκαν και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια του έτους. Εντούτοις, ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών κατέγραψε επιδείνωση το δεύτερο εξάμηνο, ενδεχομένως λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας, αλλά και λόγω των πληθωριστικών πιέσεων. Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) σημείωσε μεγάλη βελτίωση στο ίδιο διάστημα, υποδηλώνοντας υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς στη μεταποίηση. Επιπλέον, ο δείκτης όγκου της βιομηχανικής παραγωγής εμφάνισε σημαντική αύξηση κατά 10,2% την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021, ενώ και ο όγκος λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 8,8% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2021. Συνολικά, σύμφωνα με τους διαθέσιμους δείκτες προσδοκιών και οικονομικής συγκυρίας, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να διατηρήσει τη θετική δυναμική της και κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021, βελτιώθηκε σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2020, καθώς το έλλειμμά του μειώθηκε κατά 2,7 δισεκ. ευρώ και διαμορφώθηκε σε 6,4 δισεκ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της αύξησης των καθαρών εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες ανέκαμψαν με ταχύ ρυθμό από το β΄ τρίμηνο του 2021 και ύστερα. Επίσης, σημαντική ήταν και η συμβολή των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων, με τη βελτίωση του τελευταίου να οφείλεται κυρίως στην εκταμίευση της προχρηματοδότησης στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility − RRF). Παρά τη συνεχιζόμενη ανοδική πορεία των εξαγωγών όμως, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε, καθώς οι εισαγωγές αυξήθηκαν περισσότερο από τις εξαγωγές σε απόλυτο μέγεθος, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής και της ανάκαμψης των επενδύσεων και της κατανάλωσης. Η απασχόληση συνέχισε να μειώνεται τους πρώτους μήνες του 2021, αλλά η επίδραση της πανδημίας στην αγορά εργασίας ήταν περιορισμένη, καθώς τα μέτρα που ελήφθησαν για τη στήριξη του εισοδήματος και της απασχόλησης αποδείχθηκαν αποτελεσματικά. Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η έναρξη της τουριστικής περιόδου οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και σε περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας ήδη από το β΄ τρίμηνο του έτους. Η ελληνική αγορά ακινήτων ανέκαμψε ταχύτατα το 2021, τόσο στα επαγγελματικά όσο και στα οικιστικά ακίνητα. Αναφορικά με τα οικιστικά ακίνητα, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο τμήμα της αγοράς που συνδέεται με τον τουρισμό και τις επενδύσεις. Ο πληθωρισμός άρχισε να καταγράφει θετικό ετήσιο ρυθμό από τον Ιούνιο του 2021, καθώς η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε και παράλληλα εκδηλώθηκαν πληθωριστικές πιέσεις, λόγω κυρίως των διαταράξεων στις αλυσίδες προσφοράς και της μεγάλης ανόδου των διεθνών τιμών της ενέργειας.

Ο πληθωρισμός με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή επιταχύνθηκε στο 4,0% το Νοέμβριο, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού στο 1,1% τον ίδιο μήνα. Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις που καταγράφονται το 2021 οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε επιδράσεις βάσης λόγω του αρνητικού πληθωρισμού το 2020 και σε απότομες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, των ειδών διατροφής, καθώς και των εισαγόμενων ενδιάμεσων προϊόντων λόγω των διαταράξεων στις παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς. Παρά τις καταγεγραμμένες αυξήσεις των τιμών τους τελευταίους μήνες, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει από τους χαμηλότερους στην ευρωζώνη, ενώ σε ετήσιο επίπεδο δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 0,6% το 2021.

Χρηματοπιστωτικός τομέας: θετικές εξελίξεις – αβεβαιότητα στις αγορές για την πορεία της πανδημίας και την εξέλιξη του πληθωρισμού

Κατά τη διάρκεια του 2021 το επενδυτικό κλίμα στην αγορά ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων ήταν ιδιαίτερα θετικό, ως αποτέλεσμα της συμπερίληψης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) της ΕΚΤ, του ευνοϊκού διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος και της ισχυρότερης από ό,τι αναμενόταν οικονομικής μεγέθυνσης. Θετική επίσης συμβολή είχαν οι εκτιμήσεις για επιστροφή από το 2021 του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική πορεία, η προοπτική άντλησης κεφαλαίων για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU και η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Έτσι, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, όλων των διαρκειών, έχουν διαμορφωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, διευκολύνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό το Ελληνικό Δημόσιο να εκδώσει νέα ομόλογα με χαμηλό κόστος δανεισμού, ενώ παράλληλα διατηρήθηκε σχετικά μακρά η μεσοσταθμική διάρκεια νέου δανεισμού, με πολύ σημαντικά οφέλη τόσο για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσο και για τη βελτίωση των ιδιαίτερων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών του δημόσιου χρέους που μειώνουν τους κινδύνους βιωσιμότητάς του.

Ωστόσο, στο τέλος του γ΄ τριμήνου και κατά τη διάρκεια του δ΄ τριμήνου του έτους, σε συνάφεια με τη διαμόρφωση προσδοκιών για σταδιακή αυστηροποίηση των νομισματικών συνθηκών στις ΗΠΑ, παρατηρήθηκε τάση ανόδου των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων παγκοσμίως, καθώς και των διαφορών αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών Βunds. Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν κινηθεί ανοδικά (Γενικός Δείκτης: +9,2%) έως τα μέσα Δεκεμβρίου του 2021, σε συνάφεια με τις θετικές αποδόσεις στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη. Οι περισσότεροι κλάδοι καταγράφουν θετικές αποδόσεις, με τις τιμές των μετοχών κλάδων όπως η βιομηχανία και η ενέργεια να καταγράφουν μεγαλύτερες αυξήσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη.

Ωστόσο, οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού και ο κίνδυνος επιβολής νέων μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλές χώρες επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση τη μελλοντική πορεία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε στη διάρκεια του 2021, καθώς η εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας των επιχειρήσεων περιόρισε τη ζήτηση τραπεζικής πίστης, ενώ και τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους και στοχεύουν στην απευθείας παροχή κινήτρων προς τις τράπεζες προκειμένου να χορηγήσουν πιστώσεις προς επιχειρήσεις είχαν, κατά το 2021, μικρότερο μέγεθος σε σχέση με το 2020. Παρ’ όλα αυτά, ο ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παραμένει υψηλότερος από ό,τι το 2019, ιδίως όσον αφορά τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Οι ιδιωτικές καταθέσεις επίσης αυξάνονται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι πριν την πανδημία, ενώ η πολυετής καθοδική πορεία των επιτοκίων έχει οδηγήσει το κόστος τραπεζικής χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις σε ιστορικό χαμηλό.

Δημοσιονομικές εξελίξεις: Συνέχιση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής το 2021 για να αναχαιτιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας

Σύμφωνα με τη δεύτερη κοινοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων της περιόδου 2017-2020 από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος τον Οκτώβριο του 2021, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το 2020 διαμορφώθηκε σε 7,1% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε σε 206,3%. Το 2021, τόσο το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης όσο και το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθούν έναντι του 2020 σε ονομαστικούς όρους, εξαιτίας της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, ως ποσοστό του ΑΕΠ και τα δύο μεγέθη αναμένονται μειωμένα, χάρη στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία επέτρεψε τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Ειδικότερα, στον Προϋπολογισμό 2022, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2021 (με βάση τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας) εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 7,3% του ΑΕΠ, έναντι 7,9% του ΑΕΠ το 2020, και το δημόσιο χρέος αναμένεται να αποκλιμακωθεί σε 197,1% του ΑΕΠ από 206,3% του ΑΕΠ το 2020.

Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το αντίστοιχο πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 196% του ΑΕΠ. Οι δημοσιονομικές εξελίξεις αντανακλούν το γεγονός ότι το 2021 υλοποιήθηκε μία δέσμη μέτρων ύψους 9,5% του ΑΕΠ, έναντι 10,8% του ΑΕΠ το 2020, προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, ενώ ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα ύψους 0,3% του ΑΕΠ για την ανακούφιση των πληγέντων από τις πυρκαγιές του Αυγούστου.

Προβλέψεις: Θετικές προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα – προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,2%. Όμως με βάση τα νέα εθνικολογιστικά στοιχεία του ΑΕΠ, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα προσφάτως από την ΕΛΣΤΑΤ και τα οποία δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις προβλέψεις του Ευρωσυστήματος για την Ελλάδα, ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερος, άνω του 8% σύμφωνα με μία τεχνική επανεκτίμηση. Το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,0% και το 2023 σε 3,9%, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την ανάκαμψη της ευρωζώνης και την επιτάχυνση των επενδύσεων.

Η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύθηκε σημαντικά το 2021, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό την κάλυψη μέρους της ζήτησης που είχε συσσωρευθεί λόγω της αναβολής δαπανών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος.

Η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται τα δύο επόμενα έτη, με ηπιότερους όμως ρυθμούς, παράλληλα με την αύξηση της απασχόλησης, ενώ και η αποκλιμάκωση του ποσοστού αποταμίευσης από τα ιστορικά υψηλά που κατέγραψε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αναμένεται να συμβάλει προς την ίδια κατεύθυνση. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς τα δύο επόμενα έτη. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι έως το 2029 η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 32 δισεκ. ευρώ από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU, ενώ παράλληλα αναμένεται και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Οι εξαγωγές αγαθών εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με υψηλούς ρυθμούς το 2022 και το 2023, καθώς θα βελτιώνεται το διεθνές περιβάλλον και θα αποκαθίστανται οι διεθνείς αλυσίδες προσφοράς. Οι εξαγωγές υπηρεσιών, ιδιαίτερα ο τουρισμός, εκτιμάται ότι θα κινηθούν ανοδικά, μετά τη σημαντική πτώση που κατέγραψαν ως αποτέλεσμα των μέτρων που είχαν ληφθεί σε παγκόσμιο επίπεδο για τον περιορισμό της υγειονομικής κρίσης. Παράλληλα όμως, ανοδικά αναμένεται να κινηθούν και οι εισαγωγές, σε συνάφεια με την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.

Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που αναμένονται για την περίοδο 2021-2023 ως αποτέλεσμα της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα είναι υποβοηθητικοί στην αύξηση της απασχόλησης και στην περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας. Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να καταγράψει ελαφρώς θετικό μέσο ετήσιο ρυθμό το 2021, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού θα παραμείνει σε αρνητικό έδαφος. Το 2022 αναμένεται επιτάχυνση του πληθωρισμού και επιστροφή του πυρήνα σε θετικό έδαφος, με τη θετική συμβολή όλων των συνιστωσών τους. Ωστόσο, για το 2023 αναμένεται αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποκατασταθούν τα προβλήματα στις παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς και θα υποχωρήσουν οι τιμές ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό 2022, υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα περιοριστεί και η ανάκαμψη θα συνεχιστεί, προβλέπεται βελτίωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος σύμφωνα τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας, με μείωση του ελλείμματος σε σχέση με το 2021 και διαμόρφωσή του σε 1,2% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί σε 189,6% του ΑΕΠ το 2022 από 197,1% του ΑΕΠ το 2021. Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη.

Ωστόσο, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο της πανδημίας, των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων την περίοδο 2020-22 (συνολικού ύψους 37,6 δισεκ. ευρώ) και του πρόσθετου δανεισμού από ευρωπαϊκούς πόρους (RRF, SURE), τόσο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά σε σχέση με το προ πανδημίας βασικό σενάριο προβλέψεων. Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί το 2030 σε 138% (περίπου 27 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα σε σχέση με τις προ πανδημίας εκτιμήσεις). Παράλληλα, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο, οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες την επόμενη δεκαετία κυμαίνονται πλέον κατά μέσο όρο περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα σε σχέση με τις προ πανδημίας προβλέψεις, παραμένοντας όμως χαμηλότερες από το επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ.

Η πρόβλεψη για την οικονομική δραστηριότητα υπόκειται σε αβεβαιότητες και κινδύνους

Η πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας υπόκειται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ισχυρότερη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και την ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού. Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι, που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, την επιτάχυνση του πληθωρισμού, την πιθανή αύξηση των ΜΕΔ μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως ένα χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων του NextGenerationEU. Για παράδειγμα, οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, εφόσον αποδειχθούν ανθεκτικές στα εμβόλια, θα μπορούσαν να πλήξουν την εμπιστοσύνη, να περιορίσουν τις τουριστικές ροές και να επιβραδύνουν την ανάκαμψη. Επίσης, εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια.

Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Παράλληλα, μια ταχύτερη του αναμενομένου αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεάζοντας αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία. Τέλος, η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα εντείνει τόσο τους δημοσιονομικούς όσο και τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.