Όπως εξήγησε ο κ. Σαρηγιάννης, «τόσο από την καύση των εκρηκτικών όσο και των πλαστικών και μεταλλικών υλικών του αεροσκάφους εκλύονται ουσίες που μπορούν να έχουν τοξικό περιεχόμενο. Αυτές στο μεγαλύτερό τους ποσοστό καταπίπτουν στο έδαφος».
Για το λόγο αυτό, «καλό είναι να υπάρχει δειγματοληψία, σε ακτίνα 1 χλμ. γύρω από το σημείο της συντριβής», όπως εξήγησε, αναφερόμενος πρακτικά σε μία έκταση 3,14 τετραγωνικών χιλιομέτρων, «για 1-2 μήνες για να είμαστε σίγουροι, καθώς αυτές οι ουσίες δεν βιοδιασπώνται εύκολα, για να είμαστε σίγουροι ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μόλυνσης».
Όσον αφορά τους κατοίκους της περιοχής, ο ίδιος σημείωσε ότι «δεν υπάρχει θέμα μάσκας αυτή τη στιγμή, ό,τι είναι να πέσει στο έδαφος έχει ήδη πέσει».
Προειδοποίησε ωστόσο, για την πιθανότητα «να προκληθεί επαναιώρηση π.χ από αγροτικές εργασίες», η οποία θα κάνει αυτές τις ουσίες να βρεθούν ξανά στον αέρα και πιθανώς να μεταφερθούν μακρύτερα ή να τις εισπνεύσουν πολίτες που εργάζονται εντός αυτής της περιοχής γύρω από το σημείο της συντριβής.
Ο κ. Σαρηγιάννης επίσης αναφέρθηκε και στην ανάγκη «να μην περάσει οτιδήποτε στην τροφική αλυσίδα και να επιβαρυνθούν σε βάθος χρόνου οι άνθρωποι», υποδεικνύοντας προβλήματα που μπορεί να αφορούν τον υδροφόρο ορίζοντα αλλά και τρόφιμα (της γεωργικής ή ζωικής παραγωγής) που μπορεί να είναι μολυσμένα.