ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Έμμεσοι φόροι, ακρίβεια και ανισότητες: Επικίνδυνο «κοκτέιλ» για τους ευάλωτους

10:04 - 01 Φεβ 2023 | Οικονομία
Έμμεσοι φόροι, ακρίβεια και ανισότητες: Επικίνδυνο «κοκτέιλ» για τους ευάλωτους
Καταλύτη ανισοτήτων αποτελεί ο αυξημένος συντελεστής βαρύτητας των έμμεσων φόρων στο συνολικό μίγμα εσόδων με βάση όσα αναφέρει μελέτη που διενήργησε η Καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ κ. Γεωργία Καπλάνογλου για το Ινστιτούτο Ερευνών της ΓΣΕΕ με τίτλο ““Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα”.

Η μελέτη εστιάζει στη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, με τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και τους έμμεσους φόρους να βρίσκονται στο επίκεντρο.

Με βάση τη μελέτη, "οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή φορολογικών εσόδων σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας (Ράπανος και Καπλάνογλου, 2014). γεγονός που δεν συνάδει με το επίπεδο οικονομικής της ανάπτυξης, αφού οι πιο αναπτυγμένες χώρες συνήθως διαθέτουν πιο εξελιγμένο φοροελεγκτικό μηχανισμό αλλά και δυνατότητα αναδιανομής, σε αντίθεση με τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες οι οποίες στηρίζονται αναγκαστικά στην έμμεση φορολογία (Fox and Gurley, 2005· Gordon and Li, 2009· Jensen, 2022)".

Στην Ελλάδα ο πρωταγωνιστικός ρόλος της έμμεσης φορολογίας ενισχύθηκε περαιτέρω κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, καθώς το μερίδιο των έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 13,9% το 2009 σε 17,5% το 2019, ενώ παράλληλα επιδεινώθηκε και ο λόγος άμεσων προς έμμεσους φόρους από 0,74 το 2009 σε 0,56 το 2019. Ο μέσος όρος του αντίστοιχου λόγου για το σύνολο των χωρών της ΕΕ ήταν 0,981 το 2019. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ, σε καθένα ευρώ που συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους φόρους, ενώ στην Ελλάδα σε κάθε ευρώ άμεσων φόρων αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσων φόρων

Ήδη πριν από την πρόσφατη δεκαετή οικονομική κρίση, ο λόγος έμμεσων φόρων προς ΑΕΠ ήταν υψηλότερος στην Ελλάδα (πράσινη στήλη) σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (σκούρα μοβ στήλη)· όμως το 2019 η Ελλάδα είχε μετακινηθεί στη δεύτερη θέση ανάμεσα στις χώρες αυτές, λίγο χαμηλότερα από την Ουγγαρία. Τα διαδοχικά προγράμματα λιτότητας που υιοθετήθηκαν μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2009 περιελάμβαναν, επίσης, αυξήσεις και στους φόρους στο εισόδημα των φυσικών προσώπων, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε από 4,6% του ΑΕΠ το 2008 σε 6% του ΑΕΠ το 2014, ποσοστό που διατηρήθηκε αμετάβλητο και το 2019. Σε σχέση όμως με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, οι φόροι αυτοί διαδραματίζουν πολύ μικρότερο ρόλο.

Συνδυαστικά, σε καθένα ευρώ φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων αντιστοιχούν πάνω από 2,5 ευρώ φόρων κατανάλωσης, και αυτή η αναλογία σπάνια γίνεται ευθέως αντιληπτή από τους φορολογούμενους πολίτες. Ο φορολογούμενος από το εκκαθαριστικό της φορολογικής του δήλωσης αποκτά άμεση γνώση του συνόλου του φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει στο κράτος, ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση των φόρων κατανάλωσης, οι οποίοι ενσωματώνονται στις τιμές των προϊόντων και είναι πρακτικά αδύνατο να υπολογιστούν από τον φορολογούμενο σε ετήσια μάλιστα βάση. Οι αναδιανεμητικές συνέπειες, επομένως, των φόρων κατανάλωσης είναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν από άλλα φορολογικά εργαλεία" σημειώνει η μελέτη.
 
Καμπανάκι για την ακρίβεια
 
"Είναι σαφές ότι η συνεχής ανοδική πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή στα είδη διατροφής έχει επιφέρει όλο και υψηλότερες αυξήσεις στο κόστος διαβίωσης των φτωχότερων στρωμάτων. Για το φτωχότερο 10% του πληθυσμού η αύξηση αυτή κλιμακώνεται από 2% τον Μάρτιο του 2022 σε 6,5% τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Η αντίστοιχη αύξηση για το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κλιμακώνεται από 0,7% τον Μάρτιο σε 2,1% τον Σεπτέμβριο. Η οικιακή ενέργεια (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης), παρόλο που έχει μικρότερο καταναλωτικό μερίδιο σε σχέση με τα είδη διατροφής, επιβαρύνει περισσότερο τις οικογενειακές δαπάνες, επειδή οι αντίστοιχες αυξήσεις τιμών ήταν πολλαπλάσιες από αυτές των τροφίμων. Η εικόνα διαμορφώνεται κυρίως από την εξέλιξη της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης για οικιακή ενέργεια, ενώ το σχετικό καταναλωτικό μερίδιο αυξάνει διαρκώς καθώς κινούμαστε προς χαμηλότερα δεκατημόρια νοικοκυριών. Η σχετική αποκλιμάκωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από τον Ιούλιο και μετά, κυρίως ως αποτέλεσμα της κρατικής επιδότησης ανά μεγαβατώρα, ωφέλησε αναλογικά περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά. Αντιθέτως, με βάση αναλυτικότερα στοιχεία, η απότομη κλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου τους τελευταίους τρεις μήνες φαίνεται να επηρεάζει σχετικά λιγότερο το φτωχότερο 30% των νοικοκυριών.
 
Ακόμα και με βάση αυτές τις εξελίξεις, τον Σεπτέμβριο του 2022 η επιβάρυνση του κόστους ζωής συνολικά από την οικιακή ενέργεια εξακολουθεί να είναι αναλογικά μεγαλύτερη για το φτωχότερο μισό των νοικοκυριών. Αναφορικά με τα καύσιμα κίνησης, η ποσοστιαία επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού από την αύξηση στην τιμή τους είναι μεν σημαντική, αλλά χαμηλότερη από εκείνη των τροφίμων και της οικιακής ενέργειας. Η επίπτωση των αυξημένων τιμών είναι σχετικά υψηλότερη στο μέσο προς υψηλό τμήμα της κατανομής των νοικοκυριών, ενώ κορυφώνεται τον μήνα Ιούνιο, όταν δηλαδή σημειώθηκε και η υψηλότερη τιμή στα καύσιμα κίνησης. Με βάση τα παραπάνω, οι μελλοντικές εξελίξεις δεν προοιωνίζονται θετικές. Η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχότερων, τείνει να αποκτήσει μια δυναμική που καθορίζεται πρωτίστως από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα. Δεν είναι τυχαίο ότι, για πρώτη φορά τον μήνα Σεπτέμβριο, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων επέφεραν μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση στις οικογενειακές δαπάνες συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια (βλ. Διάγραμμα Π3). Έξι μήνες νωρίτερα, η επιβάρυνση από τα τρόφιμα για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού ήταν μόλις το 1/3 εκείνης του Σεπτεμβρίου. Επιπρόσθετα, η κρατική παρέμβαση στην περίπτωση των ειδών διατροφής είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
 
Με όποια μεθοδολογική επιφύλαξη έχει αναφερθεί παραπάνω, παίρνοντας ως βάση τις τιμές του Σεπτεμβρίου 2022, μία οικογένεια με δύο παιδιά που ανήκει στο μέσο της κατανομής των νοικοκυριών θα χρειαζόταν επιπλέον 1.400 ευρώ σε ετήσια βάση για να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων. Το ποσό είναι ενδεικτικό τουλάχιστον της τάξης μεγέθους και δικαιολογεί ευρήματα πρόσφατων ερευνών για το πώς αλλάζουν οι αγοραστικές συνήθειες των νοικοκυριών (ΙΕΛΚΑ, 2022· Ierax Analytix, 2022).27 Όσο για τις επιπτώσεις των ανατιμήσεων στην οικιακή ενέργεια, είναι αλήθεια πως από τον Ιούλιο του 2022 έχουν περιοριστεί ελαφρώς. Αυτό, όμως, έγινε με τεράστιο κόστος σε δημόσιο χρήμα και είναι αμφίβολο εάν θα διατηρηθεί, ενώ είναι άγνωστο πώς θα εξελιχθούν οι τιμές των καυσίμων στο προσεχές μέλλον" σημειώνει η μελέτη και προσθέτει:
 
"Σύμφωνα με τις έρευνες κοινής γνώμης, πέρα από τη μείωση των αγορών τους, οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται σε τροφές χαμηλής διατροφικής αξίας, αφού το κύριο κριτήριο είναι η τιμή και όχι η ποιότητα του τροφίμου. Ως εκ τούτου, μεγαλύτερα ποσοστά των καταναλωτών, και μάλιστα αυτοί με μικρότερη οικονομική άνεση, δηλώνουν ότι αγοράζουν περισσότερο πρόχειρο φαγητό (junk food) σε σχέση με το παρελθόν και άρα τρέφονται με περισσότερες κενές θερμίδες από παλαιότερα. Αυτό θα έχει μεσοπρόθεσμα επιπτώσεις και στο σύστημα υγείας (Ierax Analytix, 2022)."
 
Γιώργος Αλεξάκης
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.