ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΤτΕ: Οι κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Κύπρος

15:15 - 06 Σεπ 2023 | Οικονομία
ΤτΕ: Οι κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Κύπρος
Ορισμένες από τις κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η ελληνική και η κυπριακή οικονομία παρουσίασε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Χριστίνα Παπακωνσταντίνου κατά την ομιλία της στο προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

Μεταξύ άλλων, η κα. Παπακωνσταντίνου ανέφερε:

Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούμε να επαναπαυθούμε σε ό,τι έχουμε ήδη κατακτήσει. Οι σύγχρονες προκλήσεις είναι πολλές και σύνθετες και οι ασκούντες οικονομική πολιτική πρέπει να διαθέτουν ετοιμότητα και διορατικότητα στην αναγνώριση νέων πηγών κινδύνων. Στις κοινές μακροχρόνιες προκλήσεις δεν θα μπορούσα να παραλείψω αυτές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, την τεχνολογική πρόοδο και τη γήρανση του πληθυσμού.

Πιο άμεσα, οι προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα τα κράτη-μέλη της ΕΕ συνδέονται κυρίως με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού, που επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση νοικοκυριών αι επιχειρήσεων, υπονομεύοντας έτσι την αναπτυξιακή δυναμική.

Η δημοσιονομική στήριξη, για να μην τροφοδοτήσει με τη σειρά της πληθωριστικές πιέσεις, πρέπει να βασιστεί σε μέτρα στοχευμένα προς τους πλέον ευάλωτους, προσωρινού χαρακτήρα και προσαρμοσμένα ώστε να παρέχουν κίνητρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη οικονομία. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητη η επίδειξη σύνεσης και υπευθυνότητας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Εξάλλου, η διατήρηση της περιοριστικής κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη λειτουργεί υποστηριστικά προς τη νομισματική πολιτική για την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδος, το υψηλό χρέος δεν αφήνει περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης και κάνει επιτακτική την ανάγκη επίτευξης των βραχυχρόνιων στόχων.

Η ελληνική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη και με προκλήσεις που επιτείνονται μεν από την τρέχουσα συγκυρία (δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον, υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), αλλά σχετίζονται και με χρόνιες αδυναμίες. Ορισμένες από αυτές τις προκλήσεις θεωρώ ότι αντιμετωπίζει και η κυπριακή οικονομία:

  • Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μεσοπρόθεσμα, τα ευνοϊκά του χαρακτηριστικά, ως προς τη διάρθρωσή του, καθώς είναι χρέος πρωτίστως προς τον επίσημο τομέα, και το χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησής του, διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Ωστόσο τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι μόνιμα, καθώς σταδιακά λήγουν τα ευνοϊκά δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων και αντικαθίστανται με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Συνεπώς, έχουμε ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας που πρέπει να αξιοποιηθεί διατηρώντας συνετή δημοσιονομική πολιτική ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη πρωτογενών, κυκλικά διορθωμένων, πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ.
  • Το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μία μικρή ανοικτή οικονομία που βρίσκεται σε διαδικασία ανάκαμψης και σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι αναπόφευκτο να παρουσιάζει αρνητικό ισοζύγιο, λόγω των αυξημένων αναγκών για εισαγωγές παραγωγικών εισροών. Παρά τη σημαντική άνοδο των ελληνικών εξαγωγών σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση χρέους (με ρυθμό που υπερβαίνει τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης) και την αύξηση του μεριδίου τους στις παγκόσμιες εξαγωγές, το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την αδυναμία προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, καθώς και την εξάρτηση της οικονομίας από τις εισαγωγές αγαθών.
  • Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το υψηλό ιδιωτικό χρέος. Παρόλο που έχει επιτευχθεί αξιόλογη εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, το ποσοστό των ΜΕΔ παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα των κεφαλαίων τους. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ποιος το διαχειρίζεται, το ιδιωτικό χρέος παραμένει υψηλό, περιορίζοντας την δυνατότητα νέου δανεισμού και επενδύσεων.

Επιπρόσθετους κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών μεσοπρόθεσμα δημιουργεί η πίεση που ασκείται στο εισόδημα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τον υψηλό πληθωρισμό και τα αυξανόμενα επιτόκια. Η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει την κερδοφορία των τραπεζών, μεσοπρόθεσμα ωστόσο μπορεί να επηρεάσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου, το λειτουργικό κόστος και το κόστος άντλησης ρευστότητας. Η βιώσιμη αύξηση της κερδοφορίας προϋποθέτει αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, η οποία συνδέεται με αύξηση της ζήτησης για δάνεια, η οποία αποθαρρύνεται από την άνοδο των επιτοκίων.

  • Η υψηλή ανεργία. Η ανεργία παραμένει στην Ελλάδα σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ιδίως μεταξύ των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων. Παράλληλα, παραμένει σχετικά χαμηλή η συμμετοχή στην αγορά εργασίας και παρατηρείται αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων.

Έως έναν βαθμό οι παραπάνω προκλήσεις είναι αποτέλεσμα διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, λειτουργώντας έτσι ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη, στην μείωση του επενδυτικού κενού, στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών και την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, στην εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους και στη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας. Στην περίπτωση της Ελλάδος, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, αναγνωρίζουμε εναπομένουσες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, την έλλειψη ολοκληρωμένου κτηματολογίου, τη χαμηλή ποιότητα των θεσμών διακυβέρνησης και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, τα εμπόδια στο επιχειρείν, τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και τις ελλείψεις στο «τρίγωνο της γνώσης».

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και συνακόλουθα να τεθούν οι βάσεις για την διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις στο πλαίσιο ενός μακρόπνοου και φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Το μεταρρυθμιστικό και επενδυτικό πρόγραμμα που περιγράφεται στο εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι στην κατεύθυνση αυτή, καθώς περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διαρθρωτικές δράσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Παράλληλα, προβλέπει δράσεις που διευκολύνουν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, όπως η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, οι επενδύσεις σε δίκτυα 5G, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους κ.λπ. Συνεπώς, η έγκαιρη και πλήρης υλοποίηση του σχεδίου, με τη βέλτιστη αξιοποίηση των  διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, αναδεικνύεται ως βασική προτεραιότητα πολιτικής.

Όσον αφορά ειδικότερα το θέμα των ΜΕΔ, θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες  προς την κατεύθυνση της πλήρους εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών και της αποτελεσματικής διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Σημειώνω ότι για την ομαλή επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους απαιτείται η εύρυθμη λειτουργία θεσμών όπως το δικαστικό σύστημα. Αυτό υπογραμμίζει την αλληλεπίδραση των διαφορετικών τομέων πολιτικής και τη σημασία των στοχευμένων διαρθρωτικών μέτρων. Ταυτόχρονα, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ ως αποτέλεσμα της δυσχέρειας νοικοκυριών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Οι ειδικές ρυθμίσεις που τέθηκαν σε ισχύ από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες προς διευκόλυνση των ευάλωτων και συνεπών δανειοληπτών είναι στη σωστή κατεύθυνση.

Η τήρηση των δημοσιονομικών, επενδυτικών και διαρθρωτικών στόχων και η επιτυχής αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων θα εδραιώσουν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδος, διαφυλάσσοντας την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων μας και των αγορών, που με τόσο κόπο ανακτήθηκε, αλλά και των πολιτών.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.