ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Έκθεση Πισσαρίδη: Στο ΑΣΕΠ τα ζητήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού

07:50 - 04 Αυγ 2020 | Εργασιακά
Έκθεση Πισσαρίδη: Στο ΑΣΕΠ τα ζητήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού
Την ενδιάμεση έκθεσή της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έθεσε σε δημόσια διαβούλευση τη Δευτέρα η επιτροπή Πισσαρίδη, διατυπώνοντας προτάσεις πολιτικής για τη Δημόσια Διοίκηση. Κατά κύριο λόγο, στην έκθεση αναφέρεται πως πρέπει να συγκεντρωθούν στο ΑΣΕΠ, κατόπιν της κατάλληλης αναβάθμισης του, όλα τα ζητήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, όπως οι προσλήψεις, η κινητικότητα, η αξιολόγηση και η μισθοδοσία.

Παράλληλα, σύμφωνα με την έκθεση επισημαίνεται πως «μια δεύτερη απαιτούμενη αλλαγή είναι η καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, από τον προϊστάμενο κάθε θέσης, με συγκεκριμένους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους, και να έχει απτά αποτελέσματα για τους αξιολογούμενους».

Ειδικότερα, στην Έκθεση Πισσαρίδη αναφέρονται ανά τομέα τα εξής:

Προσλήψεις, προαγωγές και κίνητρα

«Οι ανώτατες θέσεις στην ελληνική δημόσια διοίκηση θα πρέπει να καταστούν πιο ισχυρές θεσμικά. Αυτό θα βελτιώσει την ποιότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται και θα διευκολύνει την εφαρμογή της αξιολόγησης. Βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, όπως η μεταφορά αρμοδιοτήτων και υπογραφών στη δημόσια διοίκηση. Απαιτείται όμως μια ακόμα ευρύτερη και συνολικότερη προσπάθεια. 

Ένα μέτρο που θα συμβάλλει στην ενίσχυση των ανώτατων διοικητικών θέσεων είναι οι θητείες στις θέσεις αυτές να γίνουν μακρύτερες. Για παράδειγμα, οι ανώτατες διοικητικές θέσεις στα υπουργεία θα μπορούσαν να γίνουν πενταετείς, από τριετείς που είναι τώρα. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να προσληφθεί κάποιος ο οποίος αποδειχθεί ανεπαρκής στη συνέχεια, μπορεί να θεσπιστεί δοκιμαστική περίοδος μερικών μηνών όπως γίνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη μείωση των πολιτικών θέσεων. Οι πολιτικές θέσεις θα μπορούσαν να περιοριστούν σε αυτές του υπουργού και υφυπουργού, με την επόμενη θέση να είναι διοικητική. Η διοικητική αυτή θέση θα μπορούσε να είναι του Γενικού Γραμματέα (ΓΓ), στην οποία περίπτωση θα πρέπει να συγχωνευτεί με αυτή του Υπηρεσιακού ΓΓ, ή του Γενικού Διευθυντή, στην οποία περίπτωση οι θέσεις του ΓΓ και Υπηρεσιακού ΓΓ θα πρέπει να καταργηθούν.

Ένα μέτρο που θα συμβάλλει τόσο στην ενίσχυση των ανώτατων διοικητικών θέσεων όσο και στην καλύτερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης γενικότερα, είναι η πριμοδότηση της κινητικότητας στις θέσεις αυτές. Για παράδειγμα, το να έχει υπηρετήσει ένας υποψήφιος ως Διευθυντής σε ένα υπουργείο, και στη συνέχεια ως Διευθυντής σε διαφορετικό υπουργείο, θα μπορούσε να πριμοδοτηθεί ως πλεονέκτημα όταν αυτός θέσει υποψηφιότητα ως Γενικός Διευθυντής. Εναλλακτικά, η πενταετής θητεία σε ανώτατη διοικητική θέση σε ένα υπουργείο θα μπορούσε να τεθεί ως ανώτατο όριο συνεχούς υπηρεσίας στο υπουργείο, μετά από το οποίο θα πρέπει να υπάρξει θήτευση σε ανώτατη διοικητική θέση άλλης υπηρεσίας. Τέτοιο ανώτατο όριο υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους Γενικούς Διευθυντές και Αναπληρωτές Γενικούς Διευθυντές.  Η κινητικότητα στις ανώτατες διοικητικές θέσεις θα δημιουργούσε μια ευρύτερη εσωτερική αγορά εργασίας στον δημόσιο τομέα με περισσότερες ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης για τους ικανότερους δημόσιους υπαλλήλους».

Επίσης  αναφέρεται πως «ένα γενικότερο μέτρο που μπορεί να ενισχύσει τη δημόσια διοίκηση είναι να συγκεντρωθούν στο ΑΣΕΠ, κατόπιν της κατάλληλης αναβάθμισής του, όλα τα ζητήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, όπως οι προσλήψεις, η κινητικότητα, η αξιολόγηση και η μισθοδοσία. Το ΑΣΕΠ θα μπορούσε δηλαδή να αναβαθμιστεί σε διεύθυνση διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού (Human Resources) για όλη τη δημόσια διοίκηση, παρακολουθώντας και συντονίζοντας όλες τις σχετικές διαδικασίες».

Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση, «μια δεύτερη απαιτούμενη αλλαγή είναι η καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, από τον προϊστάμενο κάθε θέσης, με συγκεκριμένους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους, και να έχει απτά αποτελέσματα για τους αξιολογούμενους».

Παραγωγή νόμων και ρυθμιστικών κανόνων

«Η θεσμοθέτηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Νομοπαρασκευαστικού Έργου είναι ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Είναι επίσης σημαντικό ότι η επιτροπή αυτή στελεχώνεται και από νομικούς (για να εξετάζουν τους νόμους ως προς την αρτιότητά τους) και από οικονομολόγους (για να εξετάζουν τις επιπτώσεις των νόμων στην οικονομία). Η επιτροπή αυτή θα πρέπει να υποστηριχθεί. Το μέχρι τώρα έργο της αφορά την εξέταση νόμων που πρόκειται να εισαχθούν προς ψήφιση στη Βουλή. Το έργο της θα πρέπει σταδιακά να επεκταθεί και στην αναδρομική εξέταση νόμων που έχουν ήδη ψηφιστεί. Η εξέταση των οικονομικών επιπτώσεων των νόμων θα πρέπει επίσης να μην καλύπτει μόνο τις λογιστικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό αλλά και τις επιπτώσεις στην ευρύτερη οικονομία και στην παραγωγικότητα της δημόσιας διοίκησης. Το πρόβλημα της επικάλυψης μεταξύ νόμων θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί».

Παράλληλα, σημειώνεται πως «η εξέταση ενός νέου νόμου θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την ανάλυση των επικαλύψεων με προγενέστερους νόμους. Αν υπάρχουν επικαλύψεις, τότε η νομοθέτηση θα πρέπει να γίνεται ως κωδικοποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου στη νέα, ισχύουσα μορφή του και όχι ως αποσπασματικές αλλαγές διατάξεων. Η κωδικοποίηση της πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας, αλλά και των ερμηνευτικών εγκυκλίων ανά θεματική ενότητα (π.χ. εργασιακά, τραπεζικά), θα βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο διαφάνειας και ενημέρωσης ιδιωτών και επιχειρήσεων σε σχέση με το ισχύον νομικό πλαίσιο αλλά και τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του. Ένα θέμα συναφές με την αξιολόγηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας είναι η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών, π.χ. για αδειοδότηση επενδύσεων και άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Αυτή η απλούστευση και επιτάχυνση των διαδικασιών αυτών είναι θεμιτή, αλλά πρέπει να  συνοδεύεται με ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, τόσο σε πόρους όσο και θεσμικά. Για παράδειγμα, η υπερβολική απλούστευση διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης θα μπορούσε  να οδηγήσει σε επενδύσεις βλαπτικές για το περιβάλλον, αν οι υπηρεσίες επιθεώρησης περιβάλλοντος είναι υποστελεχωμένες».

Επικαλύψεις αρμοδιοτήτων και τοπική αυτοδιοίκηση

Στην ίδια έκθεση αναφέρονται τα εξής: «Οι περισσότερες επικαλύψεις αρμοδιοτήτων είναι αυτές μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι επικαλύψεις αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν με το να δοθούν σταδιακά περισσότερες αρμοδιότητες στους δήμους και τις περιφέρειες, έτσι ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται να ανταποκρίνονται καλύτερα στις τοπικές ανάγκες και συνθήκες.

Για παράδειγμα, η λειτουργία ενός σχολείου ή νοσοκομείου μπορεί να ανατεθεί στον δήμο όπου αυτό βρίσκεται, με την κεντρική διοίκηση να καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο λειτουργίας. Η παραπάνω μεταρρύθμιση θα πρέπει να συνοδευτεί από δημοσιονομική αποκέντρωση. Ο δήμος στο παραπάνω παράδειγμα θα πρέπει να έχει τους απαιτούμενους πόρους για να διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του σχολείου ή νοσοκομείου. Ο δήμος θα πρέπει επίσης να λαμβάνει πόρους μέσω μιας διαφανούς διαδικασίας που να προάγει τη χρηστή διαχείριση.

Μια τέτοια διαδικασία είναι να λαμβάνει ο δήμος ένα σταθερό ποσοστό των εσόδων από τη φορολογία των ακινήτων που βρίσκονται στην επικράτειά του. Αυτό θα δίνει στον δήμο έναν προβλέψιμο προϋπολογισμό, και θα τον καθιστά καλύτερα υπόλογο στους δημότες του καθώς θα διαχειρίζεται έσοδα από τους φόρους τους. Θα είναι επίσης πιο εύκολο να συγκριθούν διαφορετικοί δήμοι ως προς την αποτελεσματικότητα τους. Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν σε επίπεδο περιφέρειας.

Ο ρόλος του κράτους σε αυτό το σύστημα θα είναι να εποπτεύει, καθώς και να αναδιανέμει πόρους από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους δήμους ή περιφέρειες».

Ψηφιοποίηση

«Στις διαδικασίες ψηφιοποίησης», αναφέρεται στην ενδιάμεση έκθεση, πως «θα πρέπει να εφαρμόζονται κάποιες βασικές αρχές, όπως οι παρακάτω:

  1. Ψηφιακή παροχή υπηρεσιών ως προεπιλογή (digital by default). Η πρόσβαση πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες να γίνεται κατά κύριο λόγο από κέντρα απομακρυσμένης εξυπηρέτησης μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και δευτερευόντως (όπου αιτιολογημένα απαιτείται) με φυσική παρουσία στα ΚΕΠ.
  2. Αρχή μόνο μίας φοράς (once-only principle) για την παροχή δεδομένων πολιτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο.
  3. Διαλειτουργικότητα ως προεπιλογή (interoperability by default), με πρόβλεψη κατά τον σχεδιασμό δημοσίων υπηρεσιών για απρόσκοπτη λειτουργία σε όλη την Ενιαία Αγορά και σε οργανωσιακά σιλό, στη βάση της ελεύθερης μετακίνησης δεδομένων και ψηφιακών υπηρεσιών στην ΕΕ.
  4. Ανοιχτότητα και διαφάνεια (openness/transparency by default), με το διαμοιρασμό δεδομένων ανάμεσα σε δημόσιους φορείς, την παροχή δυνατότητας σε πολίτες και επιχειρήσεις για έλεγχο πρόσβασης των δεδομένων τους και διόρθωσή τους, παρακολούθηση διοικητικών διαδικασιών που τους αφορούν και εμπλοκή ενδιαφερόμενων μερών στη σχεδίαση και την παροχή υπηρεσιών. Αυτόματη ενημέρωση του πολίτη για κάθε πρόσβαση ή αλλαγή που αφορά στα δεδομένα του.
  5. Ιδιωτικότητα και προστασία δεδομένων, με ενσωμάτωση τους από τη φάση του σχεδιασμού.
  6. Ευέλικτη ανάπτυξη λογισμικού, με βάση διαδοχικά μικρά βήματα ανάπτυξης και τη συνεργασία ανάμεσα στην ομάδα υλοποίησης και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
  7. Έμφαση στην ευχρηστία των υπηρεσιών και στη συνεχή διαθεσιμότητά τους σε βάση 24 X 7».
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.