Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

Θρυαλλίδα για να τεθεί ξανά το ζήτημα ήταν, αρχικά, το διαδικτυακό ψήφισμα της Μαρίας Καρυστιανού με τις πάνω από 1,3 εκατομμύριο υπογραφές, το οποίο αξίωνε την Αναθεώρηση του Συντάγματος, την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και την κατάργηση της βουλευτική ασυλίας για περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων.
Η συζήτηση δεν άργησε να φτάσει και στη Βουλή, με τον πρωθυπουργό, μάλιστα, να αντιτίθεται στο άρθρο 86, λέγοντας: «Θα ηγηθώ της προσπάθειας να αλλάξουμε το άρθρο 86 όπως έχω δεσμευτεί και νομίζω ότι και οι πολίτες προτιμούν και οι πολιτικοί να δικάζονται από τους φυσικούς τους δικαστές, εν προκειμένω από το ανώτατο δικαστήριο το οποίο έχουμε, από το να γίνεται η ποινική τους μεταχείριση αντικείμενο μιας κομματικής αντιπαράθεσης».
Η δήλωση αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη έγινε την 21η Μαρτίου, λίγες ημέρες, δηλαδή, μετά το πέρας της συζήτησης στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας που είχε κατατεθεί από μέρος της αντιπολίτευσης· και αφού ο πρώην υφυπουργός Χρήστος Τριαντόπουλος, είχε αιτηθεί να πάρει απευθείας το δρόμο για το δικαστικό συμβούλιο, «το φυσικό δικαστή του», όπως ο ίδιος είπε και τα κυβερνητικά στελέχη επανέλαβαν, παρακάμπτοντας τη διαδικασία της προανακριτικής.
Στο διάστημα που ακολούθησε, οι χειρισμοί της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που την στηρίζει προκάλεσαν την έντονη αντίδραση και κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως και την έκδηλη δυσανεξία των οικογενειών των θυμάτων. Η κυβέρνηση, από τη μεριά της, χαρακτήριζε την απόφαση του κ. Τριαντόπουλου να ζητήσει την παραπομπή του ως «γενναία πράξη»· η αντιπολίτευση, από την άλλη, έκανε λόγο για «μεθόδευση», προκειμένου να μην αναζητηθούν ευρύτερες ευθύνες κι άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων και παραγόντων, με εμπλοκή στην διαχείριση των πραγμάτων τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα.
Αναπόφευκτα η «υπόθεση Τριαντόπουλου» αποτέλεσε ένα ακόμη επεισόδιο ενός έργου που δεν έχει ρίξει αυλαία τα τελευταία δύο περίπου χρόνια και αφορά στην ποινική μεταχείριση των πολιτικών προσώπων, κυρίως των μελών μιας κυβέρνησης, σε σχέση με τους απλούς πολίτες.
Τι ισχύει σήμερα - Κατάργηση ή θωράκιση
Όπως εξηγεί στο Reporter.gr η Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΕΚΠΑ, κα Βασιλική Χρήστου, «το άρθρο 86 του Συντάγματος προβλέπει μία δικαστική αρμοδιότητα της Βουλής, την άσκηση δίωξης για τα υπουργικά αδικήματα. Η εμπλοκή της Βουλής εξασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα για ζητήματα κατεξοχήν δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως είναι τα υπουργικά αδικήματα».
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, υπάρχει ο κίνδυνος η εκάστοτε πλειοψηφία είτε να προστατεύει τα μέλη της κυβέρνησης, ακόμη κι αν είναι σαφές ότι πρέπει να διερευνηθούν ποινικές ευθύνες, είτε να προβαίνει σε διώξεις μελών προηγούμενων κυβερνήσεων, ακόμη κι εάν δεν συντρέχει η ανάγκη διερεύνησης ποινικών ευθυνών.
Αυτό ακριβώς είναι το κομβικό σημείο από το οποίο εκκινούν όλες οι συζητήσεις σχετικά με το άρθρο 86. Κοινή παραδοχή σε κάθε περίπτωση η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου, επί της οποίας, ωστόσο, αναδύονται δύο θεμελιωδώς αντίθετες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, που έχει αναπτυχθεί σε κύκλους γνωστών Συνταγματολόγων, αλλά υιοθετείται και από κάποια πολιτικά κόμματα (βλ. ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας), το δέον θα ήταν να καταργηθεί το άρθρο 86 και να αφαιρεθεί πλήρως από την Βουλή η δικαστική αρμοδιότητα για την δίωξη υπουργών και υφυπουργών.
Ωστόσο, υπάρχει ισχυρή επιχειρηματολογία κι όσων πρεσβεύουν την αντίθετη άποψη, καθώς επιμένουν ότι για προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος και σεβασμού απέναντι στους θεσμούς δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί (εν μία νυκτί, ιδίως) από τη Βουλή η δικαστική αρμοδιότητα. Κατ’ επέκταση, προτείνουν τη «θωράκιση» της διαδικασίας με τις απαραίτητες εγγυήσεις που δεν θα επιτρέπουν τις αυθαιρεσίες· ενώ τονίζεται πως, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει οι όποιες αλλαγές να αποτελούν προϊόν συνετής μελέτης και όχι απότοκο της συγκυρίας.
Η κα Χρήστου συμπυκνώνει το παραπάνω λέγοντας ότι είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο μιας Συνταγματικής Αναθεώρησης, να ενισχυθεί η διαδικασία του άρθρου 86 με δικαιοκρατικές εγγυήσεις, με σκοπό τους τον έλεγχο της εκάστοτε πλειοψηφίας.
Τι πρέπει να αλλάξει
Υπό το ίδιο πρίσμα, ο πρώην Υπουργός και Μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, κ. Χάρης Καστανίδης, επισημαίνει πως οι δικλείδες ασφαλείας είναι απαραίτητες, προκειμένου να αποφευχθεί η διάθεση προστασίας εκ της πλειοψηφίας, πράγμα που είχε συμβεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν, από κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας κατά κύριο λόγο, όπως σημειώνει.
Ο κ. Καστανίδης εξηγεί ότι με τον Νόμο 3961 του 2011 ετέθη μία πολύ σημαντική δικλείδα ασφαλείας, καθώς δόθηκε η δυνατότητα στους τριάντα υπογράφοντες για τη διενέργεια προανακριτικής διαδικασίας βουλευτές να ζητήσουν τη σύσταση τριμελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου, με αρμοδιότητά του τον έλεγχο των στοιχείων κατηγορίας και της βασιμότητας των κατηγοριών. Το τριμελές αυτό συμβούλιο απαρτίζεται, όπως ορίζει ο σχετικός νόμος, από έναν αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς Εφετών, οι οποίοι ορίζονται με κλήρωση. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα όργανο υψηλού κύρους, το οποίο, στον «προθάλαμο της προανάκρισης» θα εξετάζει εάν υπάρχουν στοιχεία προς διερεύνηση και έτσι θα δεσμεύει την προανακριτική επιτροπή.
Αυτό ήταν ένα «παραδοτέο μάθημα δημοκρατικής ευαισθησίας της τότε κυβέρνησης», υπογραμμίζει ο κ. Καστανίδης, ο οποίος, ως υπουργός Δικαιοσύνης το 2011, είχε προβεί στη θέσπιση μίας σειράς μέτρων που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της θεσμικής διαφάνειας και την ανάδειξη των εξατομικευμένων ευθυνών των πολιτικών προσώπων. Στο ίδιο πλαίσιο, είχε επιτραπεί, επίσης με τον ν. 3961/2011, η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων σε υπουργούς, αλλά και η κατάσχεση του οικονομικού οφέλους και η δέσμευση των λογαριασμών τους, «εφόσον η πράξη για την οποία διενεργείται ανάκριση είναι σε βαθμό κακουργήματος», όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 του σχετικού νόμου.
Όσον αφορά το τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, αυτό που ίσως προξενεί εντύπωση είναι ότι παρόλο που η δυνατότητα σύστασής του προβλέπεται βάσει νόμου ήδη εδώ και δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, δεν έχει ποτέ μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί. Αυτό είναι ένα βασικό σημείο, στο οποίο στέκεται ο κ. Καστανίδης, υπογραμμίζοντας ότι είναι αναγκαίο η διαδικασία του γνωμοδοτικού συμβουλίου να γίνει υποχρεωτική με την επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Την ίδια άποψη έχει και η κα Χρήστου, η οποία λέει ότι «θα μπορούσε η Βουλή υποχρεωτικώς να ζητά τη γνώμη συμβουλίου δικαστικών λειτουργών για την άσκηση της δίωξης, πράγμα το οποίο επί του παρόντος προβλέπεται ως απλή δυνατότητα στον νόμο περί ευθύνης Υπουργών». Αυτή είναι η πρώτη «δικαιοκρατική εγγύηση» που προτείνει η κα Χρήστου, ενώ η δεύτερη αφορά στα πορίσματα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Όπως εξηγεί, είναι εξαιρετικά σημαντικό «όταν περιέρχεται στη Βουλή πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Βουλή να προβαίνει άμεσα, χωρίς άλλη διατύπωση, στη συγκρότηση επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ή ακόμη και να παραπέμπει άμεσα την υπόθεση στο Ειδικό Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος.»
«Ας σημειωθεί ότι η ισχύουσα ρύθμιση που προβλέπει τη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος με τη συμμετοχή τόσο Συμβούλων της Επικρατείας όσο και Αρεοπαγιτών είναι εύστοχη λόγω της φύσης των υπουργικών αδικημάτων», επισημαίνει ακόμη.
Ο κ. Καστανίδης, από την πλευρά του, εισαγάγει ένα ακόμη ζήτημα στη συζήτηση, το οποίο αφορά στον ερμηνευτικό περιορισμό της έννοιας «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» (σ.σ. υπουργών ή υφυπουργών), διατύπωση της 1ης παραγράφου του άρθρου 86, όπου προβλέπεται ότι η Βουλή έχει το δικαίωμα να ασκήσει δίωξη «κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Σύμφωνα με την αυθεντική διατύπωση στην καθαρεύουσα της παραγράφου 2 του άρθρου 86 Σ.1975, το συγκεκριμένο σημείο είχε ως εξής: «Δίωξις, ἀνάκρισις ἤ προανάκρισις κατά τῶν ἐν παραγράφῳ 1 προσώπων διά πράξεις ἤ παραλείψεις τελεσθείσας ἐν τῇ ἀσκήσει τῶν καθηκόντων τούς, δέν ἐπιτρέπεται ἄνευ προηγούμενης περί τούτου ἀποφάσεως τῆς Βουλῆς».
Το «κατά την άσκηση των καθηκόντων» διαφέρει, όπως μας εξηγεί ο κ. Καστανίδης, από την διατύπωση «επ’ ευκαιρία των καθηκόντων», αφού στην πρώτη περίπτωση συμπεριλαμβάνεται οποιαδήποτε ποινικά κολάσιμη πράξη τελέστηκε από υπουργούς ή υφυπουργούς κατά τη διάρκεια της θητείας τους και όχι μόνον εκείνες που συνδέονται άμεσα με το λειτούργημά τους. Η συγκεκριμένη διατύπωση καλύπτει, δηλαδή, οποιαδήποτε πράξη ανεξάρτητα αν η πράξη αυτή συνιστά καθαυτή τέλεση υπουργικής λειτουργίας ή αν τελέστηκε εξ αφορμής εκτέλεσης υπουργικών καθηκόντων. Στα επ’ ευκαιρία αδικήματα μπορούν να υπαχθούν αδικήματα, όπως, για παράδειγμα, η παθητική δωροδοκία/δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος υπό τη μορφή σκόπιμης παραβίασης κάποιου νόμου.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι περιπτώσεις στις οποίες η αξιόποινη πράξη είναι αυτή καθαυτή η άσκηση της υπουργικής λειτουργίας, αλλά και αυτές στις οποίες η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εξ αφορμής εκτέλεσης των καθηκόντων του υπουργού υπάγονται στο ίδιο ειδικό καθεστώς της υπουργικής ευθύνης, παρότι στην πραγματικότητα διαφέρουν και θα έπρεπε να καλύπτονται από διαφορετικό νομικό καθεστώς η καθεμία.
Πέρα από τα παραπάνω κι εφόσον κατά γενική ομολογία πολύ προβληματικό είναι ότι υπάρχει το περιθώριο η πλειοψηφία να επιδείξει διάθεση προστασίας, η κα Χρήστου προτείνει και μία τρίτη εγγύηση για τον καλύτερο δυνατό έλεγχο της διαδικασίας της προανάκρισης, μέσω της οποίας διασφαλίζεται η συμμετοχή της μειοψηφίας. «Προκειμένου η επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης να μπορεί να διερευνά με αντικειμενικότητα και αποτελεσματικότητα τις ποινικές ευθύνες, είναι απαραίτητο να κατοχυρωθούν ρητά στο Σύνταγμα τα δικαιώματα της μειοψηφίας», λέει η κα Χρήστου, «και ειδικότερα η ουσιαστική συμμετοχή της μειοψηφίας στην αποδεικτική διαδικασία με την παραγγελία αποδεικτικών μέσων και την κλήτευση μαρτύρων».
Ηλιάνα Χατζηδημητρίου