Η κυρία της ιστορίας μας είναι τίμια μέχρι κεραίας. Από τους λίγους ελεύθερους επαγγελματίες που δηλώνει όλα της τα εισοδήματα, έχει καταλάβει πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση στα δημόσια ταμεία και έτσι, πέραν των ηθικών και πρακτικών λόγων (δικαιολογητικά εφορίας), ζητάει πάντοτε αποδείξεις και για ιδεολογικο-πολιτικούς λόγους.
Σε πρόσφατη επίσκεψή της στην πρωτεύουσα, πήγε σε μαγαζί του κέντρου της Αθήνας με την πρόθεση να αγοράσει μια «μαξιλάρα» για τον καναπέ της. Η πωλήτρια της εξηγεί ότι η τιμή της «μαξιλάρας» είναι 110 ευρώ χωρίς απόδειξη και 170 με απόδειξη. Η τίμια φορολογούμενη της εξηγεί ότι θεωρεί υπερβολική τη διαφορά, αλλά αποφεύγει το σύνηθες κήρυγμά της περί φοροδιαφυγής, διότι έχει πια συνηθίσει. Ό,τι υπηρεσίες και να ζητήσει, από ιατρικές μέχρι ηλεκτρολογικές, όλοι της λένε το ίδιο πράγμα: «τόσα με απόδειξη, τόσα χωρίς απόδειξη». Βαρέθηκε πια να λέει, λοιπόν, τα ίδια και τα ίδια και αρκείται να πει στην πωλήτρια «θα πληρώσω με απόδειξη». «Εντάξει» απαντά η πωλήτρια, «το ύφασμα θα είναι έτοιμο αύριο. Θα σας παραδώσουμε τη μαξιλάρα σπίτι». Ύστερα από λίγες ώρες όμως την παίρνει τηλέφωνο και της λέει ότι «θα σας κόψουμε απόδειξη για 150 ευρώ και όχι για 170». «Πάει στο διάολο» σκέφτεται η πρωταγωνίστρια μας, «δεν πειράζει. Τα μαγαζιά στο κέντρο πλήττονται από την κρίση. Έστω να δεχθώ αυτή τη μικρή παραχώρηση, αν και θα πληρώσω 170 ευρώ». Την επομένη, έρχεται ο οδηγός του καταστήματος και πράγματι παραδίδει τη μαξιλάρα στην κυρία ενημερώνοντάς την ότι «η απόδειξη είναι μέσα στη σακούλα». Ανοίγοντας αργότερα τη σακούλα, η κυρία διαπιστώνει με έκπληξη ότι η απόδειξη που της δόθηκε χρονολογείται από τις 21-7-2011 και αναγράφει τιμή 144 ευρώ.
Δεν θα σας κουράσω με το τι επακολούθησε. Το βρισίδι στο τηλέφωνο και τις δίκαιες απειλές για καταγγελία στον τετραψήφιο αριθμό για τη φοροδιαφυγή. Ούτε θα σταθώ στο γεγονός ότι ένας πελάτης που έχει ανάγκη να συλλέξει αποδείξεις για το 2012, πήρε μια απόδειξη από το 2011. Ούτε στο θέμα της κοροϊδίας, αφού η πελάτης πλήρωσε ΦΠΑ και φόρο για ένα προϊόν, τα οποία το κατάστημα παρακράτησε. Είμαι μάλιστα σίγουρος ότι η ιδοκτήτρια του καταστήματος θα συμπεριλαμβάνεται και στους αγανακτισμένους που κατακεραυνώνουν τους πολιτικούς «που τα φάγανε» και την «Τρόικα που μας καταπιέζει», έστω και είναι προφανές ότι η ίδια είναι κλέφτρα, όπως και να το δει κανείς.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση από την ιστορία είναι η ψύχωση του συγκεκριμένου Έλληνα εμπόρου/επιχειρηματία να μην πληρώσει φόρο. Ακόμη και αν του πεις «ρε πουλάκι μου, θα στο πληρώσω εγώ το ΦΠΑ», εκείνος αρνείται να συμβιβαστεί με την ιδέα. Προτιμάει να γίνει μαλλιά-κουβάρια με τον πελάτη του, παρά να συμπεριφερθεί με τη νομιμοφροσύνη. Καταναλώνει άπειρη ενέργεια στο να βρει τρόπους να κλέψει το κράτος. Ενέργεια που αν την κατανάλωνε στην βελτίωση των προϊόντων του και των υπηρεσιών που προσφέρει, τότε σίγουρα η ελληνική οικονομία θα ήταν πολύ πιο ανταγωνιστική.
Η ιστορία είναι επίσης καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε το κράτος στην Ελλάδα. Το θεωρούμε μία οντότητα ξένη, μια αγελάδα που πρέπει πάντοτε να αρμέγουμε, ποτέ να μην ταΐζουμε και να διαμαρτυρόμαστε και από πάνω ότι δεν βγάζει καλό γάλα. Όχι έκφραση της συλλογικής βούλησης της κοινωνίας και κοινό ταμείο για τις ανάγκες όλων μας, αλλά μπαμπούλα, από τον οποίο πρέπει πάντα να αγωνιζόμαστε να ξεφύγουμε.
Τώρα πείτε μου εσείς, με τέτοιους πολίτες όπως η ιδιοκτήτρια και η πωλήτρια του καταστήματος αυτής της ιστορίας, σώζεται αυτή η χώρα;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr