Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

Όπως αποκαλύπτει μία μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2022 από τη βρετανική ομάδα Scientists for Global Responsibility σε συνεργασία με το επίσης βρετανικό Conflict Environment Observatory, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι υπεύθυνες για το 5,5% περίπου των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα, οι οποίες, ωστόσο, συνήθως δεν αναφέρονται και δεν μελετώνται καθόλου.
Η Γάζα εν μέσω περιβαλλοντικής καταστροφής
Μία προκαταρκτική εκτίμηση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), επίσης δημοσιευθείσα τον Ιούνιο του 2024, καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του πολέμου στη Γάζα είναι άνευ προηγουμένου και εκθέτουν ολόκληρη την περιοχή σε μία ραγδαία αναπτυσσόμενη ρύπανση του εδάφους, των υδάτων και του αέρα, καθώς και σε μη αναστρέψιμους κινδύνους για τα φυσικά οικοσυστήματα.
Ήδη από το καλοκαίρι του 2024, μετά τη δημοσίευση της συγκεκριμένης έκθεσης, το UNEP καλούσε επαναλαμβανόμενα σε άμεση κατάπαυση του πυρός, για να προστατευθούν οι ανθρώπινες ζωές και να μετριαστούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της σύγκρουσης.
«Όχι μόνο ο λαός της Γάζας αντιμετωπίζει ανείπωτα δεινά από τον συνεχιζόμενο πόλεμο, αλλά η σημαντική και αυξανόμενη περιβαλλοντική ζημιά στη Γάζα κινδυνεύει να εγκλωβίσει τον λαό σε μια οδυνηρή, μακρά ανάκαμψη. Ενώ παραμένουν πολλά ερωτήματα σχετικά με τον ακριβή τύπο και την ποσότητα των ρύπων που επηρεάζουν το περιβάλλον στη Γάζα, οι άνθρωποι ζουν ήδη τις συνέπειες της περιβαλλοντικής καταστροφής: το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης έχει καταρρεύσει· υποδομές ζωτικής σημασίας συνεχίζουν να διαλύονται· οι παράκτιες περιοχές, το έδαφος και τα οικοσυστήματα έχουν πληγεί σοβαρά. Όλα αυτά βλάπτουν βαθιά την υγεία των ανθρώπων, την επισιτιστική ασφάλεια και την ανθεκτικότητα της περιοχής», είχε δηλώσει τότε η Inger Andersen, Εκτελεστική Διευθύντρια του UNEP.
Εν τω μεταξύ, η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από το γεγονός πως ήδη για δεκαετίες η Γάζα βιώνει τις συνέπειες μίας σοβαρής περιβαλλοντικής κρίσης που προέκυψε τόσο από τις προγενέστερες συγκρούσεις, όσο και από την ταχεία αστικοποίηση, την υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και την ευπάθεια της περιοχής στην κλιματική αλλαγή.
Η σύγκρουση που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2023 ανέτρεψε μέσα σε λίγους μόλις μήνες την περιορισμένη πρόοδο που είχε γίνει στα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης της Γάζας , συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αφαλάτωσης και επεξεργασίας λυμάτων, καθώς και της αυξανόμενης αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας και των επενδύσεων για την αποκατάσταση του παράκτιου υγροτόπου Wadi Gaza.
Σύμφωνα με τη μελέτη «A Multitimeporal Snapshot of Greenhouse Gas Emissions from the Israel-Gaza Conflict» που είχε εκπονήσει επίσης το 2024 μία διεθνής ομάδα ερευνητών και δημοσιεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προέκυψαν μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων 120 ημερών (Οκτώβριος 2023 – Φεβρουάριος 2024) της σύγκρουσης στη Γάζα ήταν μεγαλύτερες από τις ετήσιες εκπομπές 26 χωρών.
Λαμβάνοντας, δε, υπόψη και τις πολεμικές υποδομές που κατασκευάστηκαν τόσο από το Ισραήλ όσο και από τη Χαμάς – όπως το δίκτυο σήραγγας της Χαμάς και το προστατευτικό «Σιδερένιο Τείχος» του Ισραήλ –, οι συνολικές εκπομπές αυξάνονται αρκετά καλύπτοντας ποσότητες που αντιστοιχούν κανονικά σε 36 χώρες.
Εκτός από τα παραπάνω, μερικά ακόμη από τα αποκαλυπτικά ευρήματα της έκθεσης είναι τα ακόλουθα:
Η επόμενη μέρα στη Γάζα: Μία περιοχή θαμμένη στα συντρίμμια
Ο ΟΗΕ, στην έκθεση του Προγράμματος Περιβάλλοντος του 2024, είχε υπολογίσει ότι μόνο κατά τους πρώτους μήνες της σύγκρουσης δημιουργήθηκαν 39 εκατομμύρια τόνοι συντριμμιών, πράγμα που μεταφράζεται σε πάνω από 107 κιλά συντριμμιών για κάθε τετραγωνικό μέτρο στη Λωρίδα της Γάζας.
Για να φανεί το μέγεθος της καταστροφής, ενδεικτικό είναι το ότι οι 39 εκατ. τόνοι υπερβαίνουν κατά τουλάχιστον 5 φορές την ποσότητα των συντριμμιών που είχαν προκύψει από τη σύγκρουση του 2017 στη Μοσούλη του Ιράκ. Σήμερα, όπως αποκαλύπτουν νεώτερα στοιχεία, τα συντρίμμια στη Λωρίδα της Γάζας έχουν πλέον ξεπεράσει τους 42 εκατομμύρια τόνους.
Το ότι τα συντρίμμια ενέχουν κινδύνους τόσο για την ανθρώπινη υγεία, όσο και για το περιβάλλον – από τη σκόνη και τον κίνδυνο μόλυνσης από τα μη εκραγέντα πυρομαχικά, από τον εγκλωβισμένο αμίαντο, τα βιομηχανικά και ιατρικά απόβλητα και πλείστες άλλες επικίνδυνες ουσίες – είναι προφανές. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι 2,3 εκατομμύρια τόνοι ερειπίων είναι μολυσμένοι με αμίαντο, ένα υλικό απαγορευμένο σε πολλές χώρες λόγω της σύνδεσής του με την πρόκληση διαφόρων ειδών καρκίνου. Ωστόσο, παράλληλα, οι ανθρώπινες σοροί που βρίσκονται θαμμένες κάτω από τα ερείπια καθιστούν αναγκαστική την διαχείρισή τους με ευαισθησία και κατάλληλα μέσα· σήμερα, με βάση υπολογισμούς του ΟΗΕ, κάτω από τα συντρίμμια βρίσκονται περίπου 10.000 πτώματα. Όλα αυτά μετατρέπουν τον καθαρισμό της περιοχής σε ένα τεράστιο και πολύπλοκο έργο, αλλά βασικό, προκειμένου να ξεκινήσει οποιαδήποτε προσπάθεια ανοικοδόμησης.
Δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα, που είχε αναδείξει ο ΟΗΕ επίσης από το καλοκαίρι, είναι ότι τα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης βρίσκονται σχεδόν εξ ολοκλήρου εκτός λειτουργίας. Οι πέντε μονάδες επεξεργασίας λυμάτων της Γάζας έχουν κλείσει, με τα λύματα να μολύνουν τις παραλίες, τα παράκτια ύδατα, το έδαφος και το γλυκό νερό, αφήνοντας πίσω τους μια σειρά από παθογόνα συστατικά, μικροπλαστικά και επικίνδυνα χημικά. Οι απειλές που προκύπτουν για την υγεία των κατοίκων της Γάζας, τη θαλάσσια ζωή και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι άμεσες, αλλά και μακροπρόθεσμες.
Την ίδια στιγμή, και το σύστημα διαχείρισης στερεών αποβλήτων έχει υποστεί σοβαρές ζημιές. Πέντε στις έξι εγκαταστάσεις διαχείρισης στερεών αποβλήτων είναι σχεδόν μη λειτουργικές. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2023 (ένα μόλις μήνα, δηλαδή, μετά την έναρξη των συγκρούσεων), 1.200 τόνοι σκουπιδιών συσσωρεύονταν καθημερινά γύρω από καταυλισμούς και καταφύγια. Η έλλειψη αερίου για οικιακή χρήση έχει αναγκάσει τις οικογένειες να καίνε ξύλα, πλαστικά και απορρίμματα, θέτοντας σε κίνδυνο ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα παιδιά. Αυτό, σε συνδυασμό με τις πυρκαγιές και την καύση καυσίμων, είναι πιθανό να έχει μειώσει απότομα την ποιότητα του αέρα στη Λωρίδα της Γάζας και να προκαλέσει, μεταξύ άλλων, σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα.
Τρίτο βασικό πρόβλημα αποτελούν τα πυρομαχικά που περιέχουν βαρέα μέταλλα και εκρηκτικά χημικά, τα οποία έχουν αναπτυχθεί στις πυκνοκατοικημένες περιοχές της Γάζας, μολύνοντας πηγές εδάφους και νερού και θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, ο οποίος θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει η Greenpeace σε σχετική της έκθεση, η μόλυνση του αέρα με λευκό φώσφορο οδηγεί σε μειωμένη παραγωγικότητα της καλλιεργήσιμης γης και μπορεί να βλάψει ακόμη και τις υπάρχουσες καλλιέργειες. Εν τω μεταξύ, μέχρι το Μάιο του 2024 το 57% των καλλιεργήσιμων εδαφών στη Γάζα είχε υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές. Παράλληλα, η καταστροφή των ηλιακών πάνελ ενδέχεται να προκαλέσει διαρροή μολύβδου και άλλων βαρέων μετάλλων, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το οικοσύστημα της περιοχής.
Το οικονομικό κόστος της αποκατάστασης και ανοικοδόμησης
Η Παγκόσμια Τράπεζα, επιχειρώντας μία ενδιάμεση εκτίμηση των προκληθεισών καταστροφών, υπολόγισε ότι το συνολικό κόστος έως τα τέλη του Ιανουαρίου 2024 κυμαινόταν στα 18,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, ενώ οι ζημιές στον τομέα της ύδρευσης, της αποχέτευσης και της υγιεινής εκτιμήθηκαν στα 500 εκατομμύρια δολάρια τουλάχιστον. Παράλληλα, άλλα 629 εκατομμύρια δολάρια υπολογίστηκαν για τον τομέα της γεωργίας και 411 εκατομμύρια δολάρια για το περιβάλλον εν γένει, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης των ερειπίων.
Σύμφωνα με τη UNICEF, η άνευ προηγουμένου καταστροφή της Γάζας θα χρειαστεί δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια και δεκαετίες για να αντιστραφεί, ενώ το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον είχε εκτιμήσει πως το επίπεδο της καταστροφής στη Γάζα είναι τέτοιο που η ανοικοδόμηση της δημόσιας υποδομής θα απαιτούσε εξωτερική βοήθεια σε κλίμακα που δεν έχει παρατηρηθεί από το 1948 και θα χρειάζονταν περίπου 80 χρόνια για την πλήρη αποκατάσταση της περιοχής.
Συνολικά, σύμφωνα με τα νεώτερα στοιχεία, για το τιτάνιο έργο της αποκατάστασης και ανοικοδόμησης της Λωρίδας της Γάζας θα χρειαστούν πάνω από 80 δισεκατομμύρια δολάρια. Και για να αδειάσει ο θύλακας από τα ερείπια θα χρειαζόταν ένα κομβόι φορτηγών που θα εκτεινόταν από τη Νέα Υόρκη ως τη Σιγκαπούρη, όπως γλαφυρά αναφέρει το Bloomberg. Μόνο η απομάκρυνση των συντριμμιών μπορεί να κοστίσει πλέον έως και 700 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται όλες οι δυσκολίες που περιπλέκουν περισσότερο τα πράγματα, μεταξύ των οποίων και η ανάγκη ανεύρεσης διαθέσιμων χώρων για την περισυλλογή των ερειπίων που θα απομακρύνονται.
«Αυτό που βλέπουμε στη Γάζα είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί στην ιστορία της πολεοδομίας», υπογράμμισε ο Μαρκ Γιάρζομπεκ, καθηγητής ιστορίας της αρχιτεκτονικής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, ο οποίος έχει ασχοληθεί ερευνητικά με την ανοικοδόμηση περιοχών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως προειδοποιεί, το κόστος της ανοικοδόμησης θα είναι τρομακτικό, ενώ μεγάλα εργοτάξια θα πρέπει να αδειάσουν από ανθρώπους, προκαλώντας έτσι ένα νέο κύμα εκτοπίσεων – διαδικασία που, σε κάθε περίπτωση, θα πάρει στο λαιμό της πολλές γενιές.
Ηλιάνα Χατζηδημητρίου