Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας προκύπτει ότι σχεδόν τα μισά ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν δανειακές υποχρεώσεις, αν και το ποσοστό των νοικοκυριών που οφείλει κάποιο δάνειο αυξήθηκε κατά πέντε περίπου εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα του 2005.
Αυξημένος είναι επίσης και ο λόγος του χρέους των νοικοκυριών προς το εισόδημα, δηλ. η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών. Ιδιαίτερα αυξημένη δανειακή επιβάρυνση, που προέρχεται κυρίως από μη ενυπόθηκα δάνεια, καταγράφεται για τα νοικοκυριά του δείγματος που βρίσκονται στο κατώτερο εισοδηματικό κλιμάκιο, αν και το μερίδιο του χρέους αυτών των νοικοκυριών στο συνολικό χρέος των νοικοκυριών είναι πολύ περιορισμένο.
Όπως και στις προηγούμενες έρευνες, τα αποτελέσματα της έρευνας του 2007 δείχνουν ότι το μέσο χρέος των νοικοκυριών αυξάνεται με την αύξηση του εισοδήματος και της περιουσίας, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων. Ειδικότερα, τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα έχουν σχετικά μικρή πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα η οποία μειώνεται σταδιακά, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών με χρέος τα οποία ανήκουν στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, καθώς και το μερίδιο των εν λόγω νοικοκυριών στο συνολικό χρέος των νοικοκυριών.
Η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως υποδηλώνει μια σημαντική μεταβολή στη δανειοδοτική πολιτική των τραπεζών, η οποία, στο πλαίσιο της πιο αποτελεσματικής διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, φαίνεται ότι τα τελευταία έτη συγκεντρώνεται περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν στην προσέλκυση πελατείας από τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, δηλαδή πελατεία που κατά τεκμήριο μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα το χρέος της.
Η άμεση χρηματοοικονομική πίεση, όπως μετρείται από το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, δηλ. το λόγο των δόσεων προς το εισόδημα, εκτιμάται ότι διαμορφώνεται μέσα σε γενικώς αποδεκτά όρια -- με την έννοια ότι για την πλειονότητα των υπόχρεων νοικοκυριών δεν συνεπάγεται ιδιαίτερες δυσκολίες στην κανονική εξυπηρέτηση των δανείων τους. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί στην πιο αποτελεσματική διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, στο πλαίσιο και των κανονιστικών διατάξεων και οδηγιών της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή μιας πιο μακροπρόθεσμης και προνοητικής πολιτικής στον τομέα της λιανικής τραπεζικής.
Ωστόσο, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο τελευταίων ερευνών καταγράφεται επιδείνωση της χρηματοοικονομικής πίεσης, καθώς το ποσοστό των νοικοκυριών για τα οποία το κόστος εξυπηρέτησης υπερβαίνει το 40% του εισοδήματός τους αυξήθηκε κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες (στο 16% το 2007 από 12% το 2005). Η επιδείνωση αυτή συνδέεται άμεσα με την αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων και την ταχεία αύξηση των τραπεζικών δανείων στην περίοδο μεταξύ των δύο ερευνών.
Οι οικονομετρικές εκτιμήσεις της μελέτης έδειξαν ότι ο βαθμός αστικότητας, η σύνθεση του νοικοκυριού, ο αριθμός των εργαζόμενων μελών, το εισόδημα και ο πλούτος του νοικοκυριού παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πιθανότητας ένα νοικοκυριό να έχει δάνειο. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα αυτή είναι υψηλότερη για τα νοικοκυριά που διαμένουν στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος, για ζευγάρια με δύο ή περισσότερα παιδιά, για νοικοκυριά με αρχηγό ενδιάμεσης ηλικιακής ομάδας, υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και εργαζόμενο στο δημόσιο τομέα.
Επίσης, η πιθανότητα δανεισμού αυξάνεται με την άνοδο του εισοδήματος, της περιουσίας και του αριθμού των εργαζόμενων μελών του νοικοκυριού. Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική πίεση στα υπόχρεα νοικοκυριά, η οποία προέρχεται κυρίως από τα μη στεγαστικά δάνεια, τείνει να μειώνεται όταν αυξάνεται το εισόδημα και η καθαρή περιουσία των νοικοκυριών.
Τέλος, η μελέτη εκτιμά ότι η βελτίωση στην πληροφόρηση που έχουν στη διάθεσή τους τα πιστωτικά ιδρύματα είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την καλύτερη διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων. Θα πρέπει επιπρόσθετα οι τράπεζες να ακολουθούν συνετή και προνοητική πιστοδο
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr