* Η περίπτωση που «αντιμετώπισαν» αυτές οι αποφάσεις είναι η εξής:
Δύο επιχειρήσεις φροντιστηρίων ξένων γλωσσών προσέφεραν χωρίς αντάλλαγμα στους σπουδαστές τους δυνατότητα μεταφοράς τους στο και από το φροντιστήριο με εννεαθέσια επιβατηγά ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Συλλόγου Ιδιοκτητών Φροντιστηρίων ξένων γλωσσών της περιφέρειας, καθώς και διάβημα, που οδήγησαν στην έκδοση σχετικής απαγορευτικής απόφασης του υπουργείου Μεταφορών. Με αυτήν ορίσθηκε ότι τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών μπορούν να μισθώνουν για τη μεταφορά των σπουδαστών τους τουριστικά λεωφορεία, δεν επιτρέπεται όμως να μεταφέρουν τους σπουδαστές τους με επιβατηγά ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα, διότι τούτο συνιστά «καταστρατήγηση των κείμενων διατάξεων» και «διενέργεια αστικής συγκοινωνίας».
Σύμφωνα με το ΣτΕ:
Η μεταφορά των σπουδαστών στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών με επιβατηγά ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα, εφ όσον διενεργείται χωρίς την καταβολή κομίστρου, δεν συνιστά άσκηση συγκοινωνιακού έργου και δεν είναι απαγορευμένη. Κατά συνέπεια, η προσβληθείσα απόφαση του Υπουργείου Μεταφορών, που χωρίς την ύπαρξη νομοθετικού ερείσματος, επέβαλε τέτοια απαγόρευση, ήταν παράνομη.
* Η υπόθεση όμως δεν τελείωσε στο σημείο αυτό. Διότι ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως, ψηφίστηκε νόμος που όριζε ότι απαγορεύεται στους ιδιοκτήτες φροντιστηρίων ξένων γλωσσών η μεταφορά έναντι καταβολής «άμεσου ή έμμεσου» κομίστρου σπουδαστών με επιβατηγά ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα. Το Δικαστήριο εξέτασε αν ο νόμος αυτός θεσπίζει έγκυρη νέα ρύθμιση, που να αντικαθιστά τη μη σύννομη ρύθμιση της απόφασης του υπουργείου Μεταφορών. Και έκρινε τη νέα αυτή ρύθμιση αντισυνταγματική, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απαγόρευση της μεταφοράς σπουδαστών με επιβατηγά ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα επιβλήθηκε «προκειμένου να μην μετατραπούν αυτά σε μέσα μαζικής συγκοινωνίας εκτελώντας ιδιότυπη αστική και ενίοτε υπεραστική συγκοινωνία, καταστρατηγώντας τις κείμενες διατάξεις».
* Οι δύο αποφάσεις του ΣτΕ θέτουν υπό αμφισβήτηση αν ο εξαγγελλόμενος σκοπός της ρύθμισης του νόμου (που δεν είναι η ασφαλής μεταφορά των σπουδαστών) συνιστά συνταγματικώς θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιβολή μιας τέτοιας απαγόρευσης. Και έκριναν ότι ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην ύπαρξη κατά τη μεταφορά των σπουδαστών συνθηκών ασφαλείας αντίστοιχων με εκείνες της δημόσιας συγκοινωνίας, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση είναι αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Διότι ο νομοθέτης μπορεί μεν να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας των σπουδαστών κατά τη μεταφορά τους, θεσπίζοντας όρους και προϋποθέσεις τόσο ως προς το πρόσωπο του οδηγού, όσο και ως προς την καταλληλότητα του οχήματος, όχι όμως και να επιβάλλει στα κέντρα ξένων γλωσσών γενική και απόλυτη απαγόρευση μεταφοράς σπουδαστών. Τέτοια απόλυτη απαγόρευση θα συνιστούσε (από απόψεως θεσμοθετουμένου συστήματος ρυθμίσεων, το οποίο επιβάλλεται να έχει λογική συνοχή), ρύθμιση, χωρίς προφανή λόγο αντίθετη προς την ισχύουσα ρύθμιση για τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στα οποία επιτρέπεται η χρήση λεωφορείων αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως για τη μεταφορά των μαθητών τους.
Πάντως, ο τελευταίος λόγος για την υπόθεση αυτή ανήκει στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία ήδη παραπέμφθηκε για οριστική λύση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr