Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
Η κατάσταση είναι περίπλοκη. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο επίτροπος Ολι Ρεν, ο πρόεδρος της ευρωζώνης, Χέρμαν Βαν Ρομπέι, και ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, έχουν λάβει σαφή θέση υπέρ της ενίσχυσης του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSF), η γερμανική πλευρά εμφανίζεται με διάφορα προσωπεία υπερ ή κατά της λύσης του ευρωομολόγου και της ενίσχυσης του EFSF, ενώ ζητά επίμονα την υιοθέτηση του συμφώνου ανταγωνιστικότητας με σκληρούς όρους, η Πορτογαλία «σπρώχνεται» από τις αγορές προς το μηχανισμό στήριξης, η Ελλάδα και η Ιρλανδία ζητούν μείωση του επιτοκίου δανεισμού τους, και οι υπόλοιπες χώρες κάνουν αγώνα δρόμου να μείνουν «απαρατήρητες» από τις αγορές ώστε να μην βρεθούν κι αυτές στο «έλεος της σκληρότητας τους». Αυτή η κατάσταση έχει προκαλέσει μία άνευ προηγουμένου σύγχυση στην ευρωζώνη, στη σκιά μάλιστα και της κρίσης στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Ενόψει της έκτακτης συνάντησης των ηγετών της Ευρωζώνης στις Βρυξέλλες στις 11 Μαρτίου, οι διμερείς επαφές είναι συνεχείς τις τελευταίες ημέρες. Στόχος ο στενότερος συντονισμός της οικονομικής πολιτικής, στη βάση των προτάσεων του γαλλογερμανικού άξονα, που παρουσιάστηκαν στις 4 Φεβρουαρίου, το γνωστό πλέον «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας». Ήδη η πρόταση αυτή, έχει προκαλέσει σημαντικές αντιδράσεις, καθώς έχει θεωρηθεί από πολλούς εταίρους ως απόπειρα της Γερμανίας να επιβάλλει το δικό της οικονομικό μοντέλο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι ο Βαν Ρομπέι, παρουσίασε χτες (κεκλεισμένων των θυρών) τη δικιά του εκδοχή για το νέο σύμφωνο, χωρίς να συμπεριλαμβάνει την κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών στις χώρες μέλη και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Τις δύο δηλαδή προτάσεις που προκάλεσαν τις περισσότερες αντιδράσεις. Αντ’ αυτού, η πρόταση προβλέπει για τις χώρες την εισαγωγή μίας σειράς δεικτών που πρέπει να τηρηθούν σε τρεις τομείς: ανταγωνιστικότητα, απασχόληση και δημοσιονομική πειθαρχία.
Η συναίνεση στο θέμα του συμφώνου ανταγωνιστικότητας θα κρίνει και την πορεία των υπολοίπων θεμάτων της ευρωζώνης. Εάν η Γερμανία πάρει αυτό που θέλει, δηλαδή τη σκληρή πειθαρχία στους όρους του συμφώνου σταθερότητας και τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών μέσω του συμφώνου ανταγωνιστικότητας, τότε ο δρόμος για την επίλυση των προβλημάτων της ευρωπαϊκής περιφέρειας ίσως να είναι ευκολότερος. Τότε, και μόνο τότε, θα ανοίξει ο διάλογος για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των ελληνικών δανείων των 110 δισ. ευρώ, ώστε να ευθυγραμμιστεί με αυτόν της Ιρλανδίας και, από τα 5 χρόνια που καθορίστηκε τον περασμένο Μάιο, να αυξηθεί στα 11 χρόνια, και για τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας και της Ιρλανδίας.
Η ελληνική πλευρά πάντως, πρόσκειται κατ’ αρχήν θετικά απέναντι στο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας που προτείνει η Γερμανία, ξέρει όμως καλά, ότι και αυτή δεν θα ικανοποιήσει τους τέσσερις στόχους μας αν δεν δεχθούν όλα τα κράτη μέλη τους όρους της. Οι τέσσερις στόχοι της ελληνικής πλευράς είναι: η αύξηση των πόρων του μηχανισμού, η δυνατότητά του να αγοράζει κρατικά ομόλογα, η απόφαση για επιμήκυνση του ελληνικού δανείου και μείωση του επιτοκίου του και η έκδοση ευρωομολόγων και ομολόγων έργων.
Τέλος, αν στα υπόλοιπα θέματα υπάρχουν κάποια ίχνη συμφωνίας, εκεί που οι απόψεις εμφανίζονται εκ διαμέτρου αντίθετες είναι στο επίμαχο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το EFSF έχει μετατραπεί σε μήλον της έριδος ακόμη και εντός της γερμανικής κυβέρνησης, καθώς μέχρι το 2013 που θα «αποσυρθεί» για να λάβει τη θέση του ο μόνιμος μηχανισμός στήριξης, το EFSF εμφανίζεται ως η σανίδα που θα βγάλει την Ευρώπη από την κρίση.
Η λύση φαίνεται να έχει δύο σκέλη: το ύψος των εγγυήσεων που διατίθενται και η ευελιξία που θα έχει το ταμείο ώστε να παρεμβαίνει στη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Το πρώτο ζήτημα φαίνεται όχι έχει λυθεί. Η Γερμανία έχει καταρχήν δεχτεί να συζητήσει την αύξηση των εγγυήσεων που θα επιτρέπει την άντληση από την αγορά χαμηλότοκων δανείων (κάτω του 3%) μέχρι και 440 δισ. ευρώ, έναντι 250 δισ. ευρώ σήμερα. Ωστόσο το δεύτερο ζήτημα είναι αυτό που βρίσκει τη σιδηρά γερμανική άρνηση. Ενώ μέχρι τώρα το ρόλο της αγοράς κρατικών ομολόγων έχει αναλάβει, κατά παρέγκλιση, η ΕΚΤ, η γερμανική πλευρά δε θέλει ούτε να συζητήσει το ενδεχόμενο το EFSF να χορηγεί δάνεια σε χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα, ώστε να μπορούν να επαναγοράζουν τα ομόλογά τους.
Η Γερμανία αρνείται μία τέτοια εξέλιξη, καθώς θεωρεί ότι θα επισύρει άμεσα αύξηση του κόστους δανεισμού και για τις υγιείς χώρες της ζώνης. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηριχτές θεωρούν ότι έτσι θα δοθεί ένα μήνυμα στις αγορές ότι η ευρωζώνη είναι πράγματι μία ζώνη που δε θα αφήσει τα μέλη της αβοήθητα. Εάν η γερμανική κυβέρνηση όμως συνεχίσει αυτή τη στάση, τότε η κριτική που θα δεχτεί, τόσο από τις υπόλοιπες χώρες, όσο και από την ίδια την ΕΚΤ, θα είναι τέτοια που μπορεί να προκληθεί νέα ένταση στην κρίση, και τον κίνδυνο ντόμινο εντός της ζώνης.
Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι τόσο στις 11 Μαρτίου, στην έκτακτη συνάντηση των ηγετών, όσο και στις 14 και 15 Μαρτίου στις συνεδριάσεις Eurogroup και Ecofin θα πάρουμε μία γεύση του τι θα συμβεί στις 25 Μαρτίου.
Αλεξάνδρα Τόμπρα