Οι άνθρωποι που μετά τα 50 τους χάνουν ξαφνικά το μεγαλύτερο μέρος της αξίας της περιουσίας τους, είναι πιθανότερο ότι θα πεθάνουν νεότεροι σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν αντιμετώπισαν τέτοια σοβαρή οικονομική απώλεια
Όσοι έχασαν μέσα σε διάστημα έως δύο ετών τα τρία τέταρτα (το 75%) των αποταμιεύσεων και άλλων περιουσιακών στοιχείων τους (αξίας μετοχών, αξίας ακινήτου, πτώχευση επιχείρησης κ.α.), έχουν κατά μέσο όρο 50% μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν μέσα στην επόμενη 20ετία από την οικονομική απώλεια, σε σχέση με όσους δεν έχασαν την περιουσία τους.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Νορθγουέστερν και Μίσιγκαν, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια επιδημιολογίας Λίντσεϊ Πουλ, που έκαναν τη δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Journal of American Medical Association» (JAMA), σύμφωνα με το Reuters και τους Financial Times ανέλυσαν στοιχεία για 8.714 άτομα με ηλικία 51 έως 61 ετών σε βάθος 20 ετών.
Από αυτούς οι 749 (9%) ήταν εξαρχής φτωχοί και χρεωμένοι, ενώ οι 2.430 (28%) υπέστησαν απότομη μείωση της περιουσίας τους, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της για διάφορους λόγους.
Στη διάρκεια της εικοσαετίας συνολικά 2.823 άνθρωποι πέθαναν. Όσοι βίωσαν το σοκ της απώλειας του πλούτου, ήταν 50% πιθανότερο να πεθάνουν σε αυτό το διάστημα, ενώ η πιθανότητα πρόωρου θανάτου ήταν ακόμη μεγαλύτερη (67%) για όσους εξαρχής ήταν βουτηγμένοι στα χρέη και στη φτώχεια μεταδίδει το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μεταξύ όσων είχαν διατηρήσει τα περιουσιακά στοιχεία τους αλώβητα, η θνησιμότητα ήταν 31 θάνατοι ετησίως ανά 1.000 ανθρώπους, μεταξύ όσων είχαν βιώσει το σοκ της απώλειας πλούτου ήταν 65 θάνατοι ετησίως ανά 1.000 ανθρώπους και μεταξύ όσων ήταν πάντα φτωχοί ή/και χρεωμένοι ήταν 73 θάνατοι το χρόνο ανά 1.000 ανθρώπους.
«Το να έχεις κανείς πλούτο και μετά να τον χάνει ξαφνικά, συνδέεται σχεδόν με τον ίδιο κίνδυνο πρόωρου θανάτου με το να μην έχει εξαρχής καθόλου πλούτο» δήλωσε η δρ Πουλ.
Η αύξηση της θνησιμότητας «είναι παρόμοια με την αύξηση του κινδύνου μετά από μια νέα διάγνωση στεφανιαίας νόσου» δήλωσε ο καθηγητής πολιτικής της υγείας 'Αλαν Γκάρμπερ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Είναι γνωστό από παλαιότερες μελέτες ότι η φτώχεια επιβαρύνει τη σωματική και ψυχική υγεία, αυξάνοντας τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου. Η νέα μελέτη επιβεβαιώνει ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει, όταν κανείς από τα ψηλά βρεθεί στα χαμηλά, όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του, καθώς κάτι τέτοιο προκαλεί χρόνιο στρες, άγχος, κατάθλιψη, υψηλή αρτηριακή πίεση κ.α. Επίσης συχνά οδηγεί σε αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ και άλλων ουσιών.
«Δυστυχώς στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει μια απλή συνταγή του τύπου "κόψτε το κάπνισμα" ή "τρώτε περισσότερα φρούτα και λαχανικά". Και, επιπλέον, ακόμη και οι συμβουλές όπως "να πηγαίνετε συχνά στον γιατρό" ή "να βρείτε τρόπους να διαχειριστείτε το στρες", ευκολότερα λέγονται παρά γίνονται, όταν η οικονομική κατάσταση κάποιου έχει μεταβληθεί ριζικά» τόνισε η Αμερικανίδα επιδημιολόγος.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr