Η παγκόσμια οικονομική κρίση και το επακόλουθο των οικονομικών και ρυθμιστικών αλλαγών, αποτελεί σημαντική πρόκληση για τα παραδοσιακά πρότυπα λειτουργίας των τραπεζών στις ανεπτυγμένες χώρες και υπονομεύουν την ικανότητα του κλάδου να προσφέρει ένα βιώσιμο επίπεδο αποδόσεων προς τους μετόχους.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της McKinsey, με τίτλο The state of global banking – in search of a sustainable model παρά την ισχυρή παγκόσμια επίδοση κερδών κατά το 2010 και το πρώτο εξάμηνο του 2011, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) των τραπεζών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, δεν έχει ακόμα ανακάμψει στο σημείο που να καλύπτει το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους. Το χάσμα προβλέπεται να διευρυνθεί στον απόηχο των νέων ρυθμιστικών απαιτήσεων. Χωρίς ριζικές δράσεις, για συρρίκνωση των ισολογισμών, μείωση του κόστους και αύξηση των εσόδων τους, οι τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να προσελκύσουν επαρκή νέα κεφάλαια από την επενδυτική κοινότητα, έτσι ώστε να διαδραματίσουν τον κρίσιμο ρόλο τους στην υποστήριξη της οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης.
Το 2010 ήταν μια καλή χρονιά για τις τράπεζες. Τα παγκόσμια τραπεζικά έσοδα έφτασαν στο ύψος ρεκόρ των 3,8 τρισ. δολαρίων, ενώ τα μετά από φόρους κέρδη εκτινάχτηκαν στα 712 δισ. δολάρια, από 400 δισ. το 2009, πάνω από αυτά του 2008 και του 2007. Αλλά αυτή η ρόδινη εικόνα, δεν σηματοδοτεί αναγκαστικά ένα λαμπρό μέλλον για τις τράπεζες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Το 90% της βελτίωσης της κερδοφορίας οφείλεται στη μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι όλο, προήλθε από τις αναδυόμενες αγορές. Η μείωση των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων, οι υψηλές τραπεζικές πιστώσεις (high bank credit-default-swap spreads), και οι σταθερά χαμηλές αποτιμήσεις της αγοράς, δείχνουν μείωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στο μέλλον του κλάδου. Και μάλιστα πολύ πριν από τον «συναγερμό» για το δημόσιο χρέος των χωρών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2011.
Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η επαναξιολόγηση, από πλευράς επενδυτών, των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και η επανεκτίμηση του κλάδου. Τα μείζονα προβλήματα περιλαμβάνουν το αυξανόμενο κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, κυρίως χάρη στη νέα νομοθεσία που υποχρεώνει τις τράπεζες να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια και ρευστότητα, για να διασφαλιστεί ο κλάδος από μελλοντικά σοκ ανεπάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας, ή αλλαγή της συμπεριφοράς των καταναλωτών σε έναν αυξανόμενο αριθμό των πελατών που μετακινείται σε κινητά και online δίκτυα συναλλαγών, και διαφορετικούς δρόμους ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο.
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (ROE) για τις τράπεζες των ΗΠΑ και της Ευρώπης κατά το 2010 ήταν 7% και 7,9% αντιστοίχως. Ακόμα και όταν αυτές οι αποδόσεις ομαλοποιούνται (με την παραδοχή ζημιών από δάνεια ισοδύναμες με το μέσο όρο 2000 έως 2007), τα νούμερα του 2010, αυξήθηκαν μόνο κατά 9,3% στις Ηνωμένες Πολιτείες και 9,2% στην Ευρώπη. Στο επίπεδο αυτό, η απόδοση εξακολουθεί να παραμένει κατά 1,5% κάτω από το κόστος των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Ακόμα και πριν ο κλάδος αφομοιώσει τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά και άλλων επιβαρύνσεων που εξετάζονται από τις παγκόσμιες και εθνικές τραπεζικές ρυθμιστικές αρχές, οι τράπεζες στις ανεπτυγμένες χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα σημαντικό χάσμα στις αποδόσεις.
Η McKinsey υπολογίζει, ότι για να επιτευχθεί μια αύξηση της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων κατά 12%, έως το 2015, οι τράπεζες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, θα χρειασθεί να αυξήσουν σε περισσότερα από 350 δισ. δολάρια τα καθαρά τους κέρδη κατά την ενδιάμεση περίοδο, δηλαδή στο διπλάσιο από το σημερινό επίπεδο. Το ποσό αυτό, είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των κερδών της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας και αυτοκινητοβιομηχανίας.
Είναι σαφές πως τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική, οι τράπεζες πιέζονται για κεφάλαια, τα κέρδη είναι και αυτά υπό πίεση, ενώ δεν παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξης στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όπως προβλέπεται, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, οι αναδυόμενες αγορές, θα συνεισφέρουν το ήμισυ σχεδόν του συνόλου των τραπεζικών εσόδων παγκοσμίως μέχρι το 2020, σε σύγκριση με μόλις το ένα τρίτο που είναι σήμερα, και θα αντιπροσωπεύουν το 60% του συνόλου της αύξησης των εσόδων στον τραπεζικό τομέα κατά την επόμενη δεκαετία.
Η διαδικασία του μετασχηματισμού είναι ήδη σε εξέλιξη σε πολλές τράπεζες, αλλά ακόμα και οι ηγέτες της τραπεζικής αγοράς πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες τους για μακροπρόθεσμες αποδόσεις και προσέλκυση επενδυτών. Κατά την άποψη της McKinsey, οι τράπεζες θα πρέπει να συνδυάσουν τρεις κινήσεις:
Ισολογισμοί
Οι τράπεζες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική πρέπει να βρουν τρόπους να εργαστούν με λιγότερα κεφάλαια χρησιμοποιώντας ότι έχουν πιο αποτελεσματικά. Ένα βήμα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι να μετατοπίσουν ένα σημαντικό μέρος των δανείων τους προς τις αγορές κεφαλαίων, έτσι ώστε να κάνουν λιγότερο άμεσο δανεισμό και να βοηθήσουν την αναζωογόνηση των εταιρικών ομολόγων στην αγορά. Στην Ευρώπη τέτοια ομόλογα απευθύνονται μόνο στο 20% των πιστωτικών αναγκών των εταιριών, σε σύγκριση με το 60% έως 70% στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτού του είδους η αλλαγή θα είναι δύσκολη τόσο για τις μεμονωμένες τράπεζες όσο και συνολικά. Και θα απαιτήσει την επέκταση των παραδοσιακών αγορών χρέους και την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων χαμηλού κόστους σε αυτές. Απαιτεί μέτρα για την διεύρυνση της βάσης των επενδυτών στην αγορά ομολόγων, καθώς και τη δημιουργία νέων και ασφαλέστερων στοιχείων ενεργητικού και εξασφάλιση με τίτλους υποθηκών. Τρόποι για να γίνουν οι ισολογισμοί λιγότερο έντασης κεφαλαίου, χωρίς να δημιουργούν κινδύνους για τις αγορές κεφαλαίων, περιλαμβάνουν μια πιο σύνθετη προσέγγιση των σταθμισμένων υπολογισμών του ενεργητικού, τη βελτιστοποίηση των πιστωτικών γραμμών, και την καλύτερη διαχείριση των εξασφαλίσεων. Οι μεμονωμένες τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν την απόδοση των κεφαλαίων τους, καθιστώντας τη διαχείριση της ρευστότητας τους πιο κεντρικοποιημένη και πειθαρχημένη μακροχρόνια.
Κόστος
Για να επιτευχτεί μια αύξηση της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων κατά 12%, μέσω περικοπών κόστους και μόνο, χωρίς να λάβουν καμιά από τις άλλες δράσεις που προτείνει η McKinsey στην έκθεση της, οι τράπεζες θα πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους έως και κατά 6% ετησίως μέχρι το 2015. Αυτή είναι μια υπερβολική απαίτηση, δεδομένου ότι μια τράπεζα στις 50, κατόρθωσε να μειώσει τα έξοδα της κατά 4% κατά τα έτη 2000 έως 2010. Όμως, άλλοι κλάδοι, ιδίως οι τηλεπικοινωνίες, έχουν βελτιώσει δραστικά την παραγωγικότητά τους. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει ένας από τους πιο κατακερματισμένους τομείς σε παγκόσμιο επίπεδο. Και ανάλογα με τη στάση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, ορισμένα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν μεγάλης κλίμακας συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι τράπεζες μπορούν να εξαλείψουν το ήμισυ του κόστους λειτουργίας των υποκαταστημάτων τους, μετακινώντας τις πωλήσεις και τις συναλλαγές τους online. Ορισμένες τράπεζες έχουν ήδη δείξει τι μπορεί να επιτύχουν μέσω της εφαρμογής ορθολογικών και άλλων τεχνικών, για παράδειγμα, περιορίζοντας το χρόνο για τη διεκπεραίωση μιας υποθήκης από κάποιες ημέρες σε 60 λεπτά.
Νέες ευκαιρίες
Οι τράπεζες έχουν ξεπεράσει προηγούμενες κρίσεις, με την εξεύρεση καινοτόμων τρόπων ανάπτυξης. Παρά το γεγονός ότι οι ευκαιρίες φαίνεται να είναι περιορισμένες, η McKinsey, θεωρεί πως υπάρχουν τεράστια περιθώρια για να βελτιωθεί η τιμολόγηση, να προσαρμοστούν τα τραπεζικά προϊόντα στις ανάγκες των πελατών και να εξευρεθούν νέες δυνατότητες ανάπτυξης (εκμεταλλευόμενοι την καλύτερη διαχείριση των κινδύνων, που πολλές έχουν θεσπίσει λόγω της κρίσης).
Η ευκαιρία έγκειται στη δυναμική της τεχνολογίας, τόσο για τη λιανική τραπεζική όσο και για το σύνολο της τραπεζικής δραστηριότητας. Ωστόσο πολλά από τα στρατηγικά πλάνα για τη χρησιμοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, παραμένουν στα σπάργανα.
Πάνος Τσαγκαράκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr