Συγκεκριμένα, ο ίδιος κάλεσε τα νοικοκυριά να μην δανείζονται ποσά μεγαλύτερα του ενός τρίτου των εισοδημάτων τους, καθώς επίσης και να μην χρησιμοποιούν τις πιστωτικές τους κάρτες για δανεισμό, αλλά να τις αποπληρώνουν στο τέλος του κάθε μήνα.
Παράλληλα, ο κ. Γκαργκάνας προέβλεψε ρυθμό ανάπτυξης για το 2006 ακόμη και άνω του 4,1%.
Μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, ο Νίκος Γκαργκάνας είπε ότι οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι «γενικά ικανοποιητικές», αλλά τόνισε ότι χρειάζεται επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών, ώστε να εξασφαλιστεί η εισροή ξένων επενδύσεων.
Αναλύοντας τα δεδομένα της Έκθεσης για τη νομισματική πολιτική, σημείωσε ότι το διεθνές κλίμα είναι θετικό και η οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ είναι σταθερότερη σε σχέση με το παρελθόν, μολονότι παραμένουν οι κίνδυνοι για τις διεθνείς οικονομικές προοπτικές από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου και τη μεγάλη αβεβαιότητα περί την εξέλιξή τους.
Για το ρυθμό ανάπτυξης προέβλεψε ρυθμούς υψηλότερους ίσως και του 4,1%, ξεπερνώντας και τις ίδιες τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Θετικό έκρινε το γεγονός ότι η άνοδος αυτή συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης και μείωση του ποσοστού ανεργίας.
«Το γεγονός ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός βρίσκεται στο 3,5% έναντι 2,2% του μέσου όρου της ευρωζώνης, συνεπάγεται μείωση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές, με κόστος στην απασχόληση. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, έναντι των 27 εμπορικών εταίρων της χώρας την εξαετία 2000-2006 υποχώρησε συνολικά κατά 14% περίπου.
"Η απώλεια ανταγωνιστικότητας οφείλεται μόνον κατά ένα μέρος στην ανατίμηση του ευρώ κατά 9% και εκτός από τις υπόλοιπες αρνητικές συνέπειες συνεπάγεται και ακρίβεια για τους πολίτες» σημείωσε.
Η οικονομία, είπε, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών της: «Αν και οι νομισματικές συνθήκες είναι χαλαρές, έχουμε μπει σε φάση ανόδου των επιτοκίων και δεν μπορεί να συνεχιστεί η πιστωτική επέκταση που στηρίζει την κατανάλωση» παρατήρησε, για να υπογραμμίσει:
«Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, που θα εξασφαλίσουν προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ανταγωνιστικότητα, βιωσιμότητα του συστήματος συντάξεων, αναβάθμιση της εκπαίδευσης, εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, αντιμετώπιση της διαφθοράς».
Για το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είπε ότι βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο -στο 7,3% του ΑΕΠ- και εκτιμάται ότι θα φθάσει στο 11%.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες και για την πτώση της ανεργίας, η οποία παραμένει υψηλή, αποδεικνύοντας ότι τα αίτιά της είναι διαρθρωτικά, παρατήρησε.
Για τη γήρανση του πληθυσμού σημείωσε ότι εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, θα επιβαρύνει σοβαρότατα τα δημόσια οικονομικά και το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας.
«Περίπου το ένα πέμπτο των πολιτών βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας σταθερά. Ο ένας στους πέντε Έλληνες είναι φτωχός. Η αύξηση του κοινωνικού μερίσματος δεν διαχέεται προς όλους. Η κατάσταση δεν είναι αποδεκτή, αφού συνεπάγεται οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό και δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί μόνον με παροχές, αλλά με μακροχρόνια προσπάθεια. Κατά κύριο λόγο πρέπει να αναμορφωθεί και να γίνει οικονομικά βιώσιμο το σύστημα συντάξεων. Να προχωρήσει η δημοσιονομική εξυγίανση» τόνισε.
Για την τακτική των Τραπεζών αναγνώρισε ότι μερικές εξ αυτών έχουν προβεί σε παραπλανητικές διαφημίσεις, δέχθηκε και δικαιολόγησε τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και δανεισμού, απέρριψε την ιδέα της λειτουργίας καρτέλ στο τραπεζικό σύστημα, επικαλούμενος τις διαφορές των τόκων από τράπεζα σε τράπεζα και επανέλαβε ότι, ως διοικητής της ΤτΕ, ελάχιστα μπορεί να πράξει μετά το Μάαστριχτ για τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr